Πρόκειται για τον ένατο σε μέγεθος θαλαμοειδή τάφο, από τους περίπου 4.000 που έχουν ανασκαφεί τα τελευταία 150 χρόνια. Η αρχαιολογική σκαπάνη μαρτυρά μια μνημειώδη κατασκευή και μία εντυπωσιακή αιώνια κατοικία, την οποία όμως θαύμασαν μόνο κατά τη μεγαλόπρεπη ταφή του νεκρού, πριν καλυφθεί για πάντα με τόνους χώματος, μαζί με τα τεκμήρια της εξουσίας του.
Φωτοβολταϊκό πάρκο
«Η ανασκαφή ξεκίνησε φέτος από ένα αίτημα του ιδιοκτήτη του οικοπέδου που ήθελε να κάνει ένα φωτοβολταϊκό πάρκο. Οπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, το αίτημα αυτό οδηγείται στην Εφορεία Αρχαιοτήτων. Εχοντας τα πρώτα δείγματα, το οικόπεδο δεσμεύτηκε για ανασκαφή», περιγράφει στον «Ε.Τ.» η δρ Αλεξάνδρα Χαραμή, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας, η οποία ασκεί επίσης τη διεύθυνση της ανασκαφής και του διεπιστημονικού πενταετούς προγράμματος στο Προσήλιο σε συνεργασία με το δρα Γιάννη Γαλανάκη, επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge.
Η κατασκευή του τάφου «είναι μνημειώδης» και μαρτυρεί «την ιδιαίτερη φροντίδα που καταβλήθηκε για τη δημιουργία της». Χρονολογείται περίπου στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και η αξία του έγκειται στο ότι απέδωσε ένα από τα καλύτερα μέχρι σήμερα τεκμηριωμένα ταφικά σύνολα της ανακτορικής περιόδου στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στον νεκρικό θάλαμο οδηγεί λαξευτός δρόμος, μήκους 20 μ., ο οποίος απολήγει σε εντυπωσιακή αίθουσα επιφάνειας 42 τμ. Τις τέσσερις πλευρές της αίθουσας περιτρέχει λαξευτό πεζούλι καλυμμένο με πηλοκονίαμα. Το αρχικό ύψος της οροφής, η οποία είχε σχήμα δίρριχτης στέγης, υπολογίζεται στα 3.5 μ. Ωστόσο, η αρχική στέγη άρχισε να καταρρέει ήδη από την αρχαιότητα, ίσως μάλιστα ακόμη και στη μυκηναϊκή εποχή, δίνοντας στο εσωτερικό του θαλάμου σπηλαιώδη όψη, συνολικού ύψους 6.5 μ.
«Ο τάφος του Προσηλίου δεν είναι συλημένος. Ολα τα αντικείμενα που βρέθηκαν σχετίζονται με τον μοναδικό νεκρό που ενταφιάστηκε εκεί», αναφέρει η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας και εξηγεί πως «ο τάφος σχετίζεται με έναν νεκρό και μάλιστα τον πρώτο νεκρό του τάφου. Η κατάρρευση της οροφής του τάφου μάλιστα προστάτεψε το ταφικό στρώμα από μεταγενέστερες επεμβάσεις». Αξίζει να σημειωθεί ότι μεμονωμένες ταφές με σημαντικά ευρήματα σώζονται σπάνια σε μυκηναϊκούς θαλαμωτούς τάφους, καθώς αυτοί χρησιμοποιούνται συνήθως για πολλαπλές ταφές, με αποτέλεσμα να διαταράσσονται ή να υφαρπάζονται τα κτερίσματά τους.
Νεκρός 40-50 χρόνων
Στο δάπεδο του θαλάμου βρέθηκε ένας άνδρας, 40-50 χρόνων, τον οποίο συνόδευαν προσεκτικά επιλεγμένα αντικείμενα. «Ο νεκρός του Προσηλίου φαίνεται ότι ανήκε στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της τοπικής μυκηναϊκής εξουσίας. Από τα ευρήματα πιθανολογείται πως πρόκειται για έναν αξιωματούχο του ανακτορικού κέντρου του μυκηναϊκού Ορχομενού», συμπληρώνει η κ. Χαραμή. Ανάμεσα στα ευρήματα εντοπίστηκαν πάνω από δέκα επικασσιτερωμένα αγγεία, ζεύγος στομίδων (τμήματα από χαλινάρια αλόγων), εξαρτήματα τόξου, βέλη, περόνες, κοσμήματα από διάφορα υλικά, ένας σφραγιδόλιθος και ένα σφραγιστικό δαχτυλίδι.
Η ανασκαφική ομάδα, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, εικάζει πως ο τάφος σχετίζεται με το ανακτορικό κέντρο του μυκηναϊκού Ορχομενού, ο οποίος απέχει περίπου 3,5 χλμ. και ήταν το σημαντικότερο κέντρο της βόρειας Βοιωτίας τον 14ο-13ο αι. π.Χ. Το γιατί ο τάφος βρέθηκε σε τέτοια απόσταση η κ. Χαραμή εξηγεί πως «σε εκείνο το σημείο υπήρχε το πέτρωμα, η πέτρα που χρησιμοποιείται για θολωτούς τάφους». Ορατά τεκμήρια της δύναμης του Ορχομενού αποτελούν ακόμη και σήμερα ο θολωτός τάφος «του Μινύου», ο οποίος είναι συγκρίσιμος σε μέγεθος με τον τάφο «του Ατρέως» στις Μυκήνες, αλλά και τα μνημειώδη αποστραγγιστικά έργα της Κωπαΐδας που κατασκευάστηκαν και λειτουργούσαν υπό την επίβλεψή του την εποχή της ακμής του.
Η ανεύρεση της συγκεκριμένης ταφής και των κτερισμάτων της κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του πενταετούς προγράμματος συνεργασίας ανάμεσα στο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού/Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας και στη Βρετανική Σχολή Αθηνών/Πανεπιστήμιο του Cambridge δίνει την ευκαιρία στους ερευνητές να κατανοήσουν καλύτερα τις ταφικές πρακτικές της περιοχής κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους. Τους υπεύθυνους της ανασκαφής, την κ. Χαραμή και τον κ. Γαλανάκη, πλαισιώνουν -από την πλευρά της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας- η αρχαιολόγος Κ. Καλλιγά, ενώ η ομάδα της Βρετανικής Σχολής συμπληρώνεται από τον γεωαρχαιολόγο Π. Καρκάνα, διευθυντή του εργαστηρίου Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, και την Ιω. Μουτάφη, υπεύθυνη της οστεοαρχαιολογικής μελέτης.
Ξένια Στούκα
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου