Με αφορμή τα δύο αυτά γεγονότα είχαμε βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τη μοναδική τραγουδοποιό, το σπάνιο χάρισμά της να σε παρασύρει στα «υπόγεια ρεύματα» που τόσο λάτρευε, να σε μαγεύει όχι μόνο με τα τραγούδια της αλλά και με τον τρόπο που έδενε τις λέξεις μεταξύ τους, να σε ιντριγκάρει με την προφητική ματιά της, τότε που η Ελλάδα αρμένιζε ακόμα σε φαινομενικά ήρεμα νερά. Να σου μιλάει με σιγανή φωνή για πράγματα ηχηρά. Οπως η ζωή της και η ζωή γύρω μας, το τραγούδι, η χρεοκοπία των αξιών…
«Μη με ρωτάς πώς μου φάνηκαν αυτά τα χρόνια, γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ την αρχή τους. Η σχέση μου με το χρόνο είναι εξωγήινη. Προσωπικά ζω από περιέργεια. Και θα ήθελα να ζήσω άλλα 300 χρόνια για να δω πού το πάνε», είχε πει για τα τριάντα χρόνια της στο τραγούδι. «Η δυστυχία μου είναι ότι δεν είμαι ανταγωνιστικός άνθρωπος. Ο ανταγωνισμός για μένα μπορεί να υπάρχει στο εμπόριο και μόνο με την καθαρή έννοια του εμπορίου. Σήμερα όμως πια το τραγούδι έχει γίνει πεδίο μάχης. Απαιτεί καθημερινή πάλη και ανταγωνιστική διάθεση που εγώ δεν διαθέτω…», μας είχε εκμυστηρευτεί.
«Eίμαι άνθρωπος», έλεγε, «των αισθήσεών μου, των συγκινήσεών μου, των παθών μου. Του πολέμου που κάνω με τις Αρλέτες, που έχω μέσα μου, τρομάρα τους!». Πίστευε πως «στην Ελλάδα δεν υπάρχει πνευματική ηγεσία, γιατί χρεοκόπησε». Αλλά και πως «έχει ανακατευτεί πολύ η εξουσία με την Τέχνη». Και «όταν ανακατεύεται η εξουσία με την Τέχνη… χέσ’ τα!».
Είχαμε συναντηθεί στο σπίτι της στα Εξάρχεια. Η κιθάρα της πάντα σε μάχιμη θέση δίπλα στον καναπέ. Ο λόγος της κοφτερός. Με το υπόγειο χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό που διατρέχει συχνά και τα τραγούδια της να τον διαποτίζουν. Αφορμή για τη συνάντησή μας ένας καινούργιος δίσκος, ο «Εμπορος ονείρων». Ο υπ’ αριθμόν…
«…Κοίτα, μη μου βάζεις δύσκολα. Προσωπικός πρέπει να είναι ο δέκατος έβδομος δίσκος. Αλλά, αν υπολογίσω και τις συμμετοχές μου σε άλλες δουλειές, πρέπει να είναι πάνω από είκοσι». Η ωραιότερη ώρα για την ίδια ήταν η ώρα της δημιουργίας ενός νέου τραγουδιού. «Υπάρχουν», έλεγε, «τραγούδια που γίνονται σε μισή ώρα. Υπάρχουν τραγούδια που μου έχουν φάει δέκα χρόνια. Πράγματα που γυρνάνε στο κεφάλι μου και δεν κάθονται».
Υπάρχουν τραγούδια που δεν έφυγαν ποτέ από κοντά της; «Ενα τραγούδι με κυνηγάει πάντα. Ενα τραγούδι που δεν έγραψα εγώ. Οταν μου δόθηκε, δεν μπόρεσα να το δω, μου φάνηκε ρομαντικό κι εγώ ήμουν ένα άγριο παιδί τότε. Το “Μια φορά θυμάμαι”»…
Πώς αισθάνεται, την είχαμε ρωτήσει, που η ατμόσφαιρα των τραγουδιών της δεν συμβαδίζει με το πνεύμα της εποχής; «Δεν νομίζω πως υπήρξε καμιά εποχή που να συμβαδίζει με αυτά που λέω». Πηγαίνεις κόντρα, δηλαδή, την… τσιγκλήσαμε; «Τι θα πει κόντρα και είμαστε μαζί. Εγώ δεν νομίζω ότι υπάρχει οτιδήποτε πιο πληκτικό από κάτι που συμβαδίζει. ’Η πριν πρέπει να είσαι ή μετά. Αυτό το δείχνει ο χρόνος».
Για το πρόχειρο και πλαστικοποιημένο τραγούδι της εποχής είχε πει: «Εκείνο που χαρακτηρίζει το τραγούδι και την εποχή μας είναι ότι παράγονται τραγούδια μιας χρήσης. Δεν είναι φτηνιάρικο το μιας χρήσης αλλά είναι η φλούδα. Αν βρίσκεσαι κάπου όπου δεν υπάρχει καθαρό ποτήρι, γιατί να μην πάρεις ένα πλαστικό και να το πετάξεις;».
Με βαθιά και πολύπλευρη μόρφωση η Αρλέτα ήταν ιδιαίτερα αυστηρή στα ζητήματα Παιδείας. «Η επιτυχία ή όχι ενός νέου ανθρώπου είναι θέμα αισθητικής, άποψης, Παιδείας». Ως προς το τελευταίο, εμφανιζόταν κατηγορηματική: «Δεν υπάρχει Παιδεία, πάει και τελείωσε!».
Αν υποθέσουμε, την είχαμε ρωτήσει, πως ένα παιδί συγκεντρώνει τα παραπάνω στοιχεία, τι πιθανότητες έχει να ακουστεί το όνομά του;
«Ακουσε να σου πω. Ξεκινάει ένα παιδί, ωραίο, φρέσκο… Ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη πέφτουν επάνω του οι εταιρίες, οι πάντες. Είναι σαν από ένα σύρμα κανονικό να πετάς ξαφνικά 5.000 βολτ. Τι θες να κάνει; Θα ρετάρει! Θα καεί! Οι εννέα στους δέκα από αυτούς που βγαίνουν μια χαρά παιδιά είναι. Βγαίνουνε στην πιάτσα σαν τα στρείδια, είναι εκατομμύρια για να ζήσουν τρία. Αν αυτή είναι η άποψη των εταιριών, δεν μπορούμε να μιλάμε για ελληνικό τραγούδι».
Η κουβέντα με την Αρλέτα έξυνε πάντα πληγές: «Αυτό που στην Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει είναι αυτό που λέγεται πνευματική ηγεσία, αλλά μπιτ για μπιτ! Υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα, αλλά δεν ακούγεται η φωνή τους. Και φταίνε οι ίδιοι από τη μια μεριά γιατί αρθρώνουν ένα λόγο που δεν μπορεί να τον καταλάβει ο άλλος. Η απόσταση που έχει πάρει η πνευματική ηγεσία από τον κόσμο είναι γιατί στην ουσία περιφρονεί τον κόσμο. Δεν ήταν πάντα έτσι οι Ελληνες. Ο λαϊκός άνθρωπος σεβόταν τον άλλον που ήταν μορφωμένος. Τώρα τον έχει “γραμμένο” και καλά του κάνει».
Στην ερώτησή μας τι τη φοβίζει περισσότερο, εκείνη μας είπε: «Φοβάμαι αυτούς που κυβερνούν. Κατανοώ τις δυσκολίες τους αλλά τους βρίσκω πολύ ανόητους».
Η Αρλέτα είχε κλείσει εκείνη την κουβέντα μας με ένα μήνυμα προς τα «υπόγεια ρεύματα» που ακολουθούσε πιστά και πλέον συνταξιδεύει για πάντα μαζί τους: «Να προσέχουν αυτούς που ανοίγουν τρύπες, τους τυμβωρύχους…».
AΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακης