Και οι αδυναμίες της αφήγησης είναι τόσες που δεν υπάρχει περίπτωση να ασχολήθηκε κάποιος επαγγελματίας με αυτό το κείμενο. Η χρονική σειρά των γεγονότων διακόπτεται συχνά με παρεκβάσεις. Τα παραθέματα από αναρτήσεις στα social media και διάφορες ανακοινώσεις ή επιστολές καταλαμβάνουν ένα 30% των σελίδων. Ο συγγραφέας με ωκεάνια αυτοπεποίθηση ξεδιπλώνει τη σκέψη του, γράφοντας κάποιες εντελώς ακατανόητες θέσεις, όπως «η Αριστερά βρίσκεται στο δεξιό άκρο του ηθικού τόξου που κλίνει προς τη δικαιοσύνη, αλλά η μισαλλοδοξία της μπορεί να κάνει την πορεία του τόξου να διαρκέσει πολύ περισσότερο από ό,τι θα απαιτούσε διαφορετικά».
Τα τελευταία κεφάλαια, που έχουν παραπολιτικό περιεχόμενο σχετικά με την εσωκομματική διένεξη στον ΣΥΡΙΖΑ, είναι πραγματικά πολύ φτωχά, τόσο σε έκταση όσο και σε αποκαλύψεις, και δυστυχώς απουσιάζει κάθε απόπειρα πολιτικής αποτίμησης. Κυριαρχεί η αυτοθυματοποίηση, ενώ το μόνο εξηγητικό σχήμα για την όλη κρίση είναι ότι ο Κασσελάκης, ως αυθεντικός εντολοδόχος της βάσης, ήθελε να τα αλλάξει όλα στο κόμμα, αλλά ο μηχανισμός δεν τον άφησε, επειδή θα έχανε τα προνόμιά του.
Το βασικό μου συμπέρασμα είναι ότι ο Κασσελάκης κάνει το κλασικό λάθος να συγκροτεί την κοσμοθεωρία του γενικεύοντας από τη δική του εμπειρία ζωής. Θεωρεί τον εαυτό του απόλυτο πρότυπο επιτυχίας, οπότε προβάλλει το δικό του μοντέλο όχι μόνο ως έναν προσωπικό οδηγό, αλλά και ως το αδιαμφισβήτητο πολιτικό πρόγραμμα για τη χώρα. Βέβαια, από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που αποκαλύπτει γίνεται σαφές σε τι πλάνη ζει. Γεννήθηκε σε μια εύπορη οικογένεια, φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών, ζούσε στην Εκάλη, παραθέριζε στη βίλα των Σπετσών και ως έφηβος πηγαινοερχόταν στον αδελφό του που σπούδαζε στις ΗΠΑ. Ναι, η οικογένειά του βρέθηκε στο όριο της χρεοκοπίας, αλλά η βάση εκκίνησής του τοποθετείται στο προνομιούχο 1% της κοινωνίας.
Ακολουθεί μια μετεωρική άνοδος που πραγματικά αφήνει κάποιον με το στόμα ανοιχτό: πτυχιούχος, υπάλληλος της Goldman Sachs, παραίτηση για το κυνήγι του ονείρου, πετυχημένος εφοπλιστής. Αφού ο Κασσελάκης κατέχει αποδεδειγμένα το «know how» του αμερικανικού ονείρου, μπορεί να το «μετακενώσει» στην ελληνική του εκδοχή ως κυβερνητική πρόταση, ώστε όλοι να πάρουν μέρισμα. Η καθαρότερη και πιο αναλυτική πολιτική πρόταση του βιβλίου είναι να παίρνουν οι υπάλληλοι μιας εταιρίας, κατά προτεραιότητα, μετοχές στην εταιρία όπου εργάζονται. Με τον τρόπο αυτόν «απελευθερώνεις τους ανθρώπους από τα δεσμά της οικονομικής καταπίεσης».
Συστάσεις του ΥΠΕΞ προς τους Έλληνες στο Κονγκό - «Να αποφεύγονται οι μη απαραίτητες μετακινήσεις»
Από την αναλυτική παράθεση του βιογραφικού του Στέφανου Κασσελάκη προκύπτει και μια παραπλάνηση που έκανε όταν πρωτοσυστήθηκε. Στην πρώτη του viral ανάρτηση έγραφε όλο έπαρση για τον εαυτό του και επιτίμηση για τους αντιπάλους του: «Θέλετε να βάλετε απέναντι στους δήθεν άριστους ένα άτομο που μιλάει καλύτερα αγγλικά από αυτούς, που τους έχει κερδίσει σε μαθηματικούς διαγωνισμούς και πτυχία;». Ε, λοιπόν, τα πτυχία του δεν είναι και για να περηφανεύεται κανείς. Σπούδασε όλα κι όλα 4 χρόνια και μέσα σε αυτό το διάστημα έλαβε δύο bachelors σε διαφορετικά αντικείμενα. Ισως οι άριστοι που ειρωνεύεται έχουν και μεταπτυχιακό.
Μία απορία από την αυτοβιογραφική εξιστόρηση του Στέφανου Κασσελάκη είναι τα ευρύτερα ενδιαφέροντα του ανθρώπου αυτού. Δεν αναφέρει πουθενά κάποιο χόμπι του, αν του αρέσει κάποιο συγκρότημα, αν διάβασε ποτέ του λογοτεχνία ή πήγε θέατρο, αν έβλεπε σινεμά, αν έπαιξε σε μια ομάδα μπάσκετ ή αν του αρέσει να μαγειρεύει. Αντιθέτως, μαθαίνουμε ότι έπαιρνε κοκαΐνη, ότι έχει σπίτια στο Μαϊάμι και τη Νέα Υόρκη, ότι αγόραζε και πουλούσε καράβια, ότι συγκρούστηκε με τους επενδυτές του, οπότε πλέον γνωρίζει πώς κινείται ο κόσμος. Μαθαίνουμε, επίσης, πολλά για την αναζήτηση της σεξουαλικής του ταυτότητας, επομένως δεν φαίνεται να απέκρυψε και πολλά από την προσωπική του ζωή. Τελικά, όλος ο κόσμος του Κασσελάκη είναι κατά βάση τα λεφτά του.
Απογοήτευση προκαλούν οι πολιτικές προτάσεις του βιβλίου. Πέρα από τις γενικολογίες για το κοινωνικό κράτος και τη βιώσιμη οικονομία, που είναι όλες γραμμένες στο στιλ του ChatGPT, αλλά και πέρα από διάφορα κουφά αιτήματα, όπως η δωρεάν συνταγογράφηση της ψύξης ωαρίων και σπέρματος, λίγες θέσεις ξεχωρίζουν.
Πρέπει να του πιστωθεί ότι η πιο τολμηρή του πρόταση παραμένει ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους. Ομως, η άλλη του αρχική θέση, η «κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στον στρατό», που υπήρχε στο πρώτο του βίντεο, υποχώρησε σιωπηλά σε «εκσυγχρονισμό της στρατιωτικής θητείας». Η διατύπωση στο βιβλίο «πιστεύω ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν υποχρέωση να επέμβουν, ακόμη και στρατιωτικά αν χρειαστεί, για να θέσουν τέλος στις γενοκτονίες ενόσω αυτές λαμβάνουν χώρα» θα του επιδαψίλευε επαίνους από τη στρατιωτική και πολιτική ελίτ της Ουάσιγκτον, στην Ελλάδα όμως ηχεί παράταιρα, αν δεν εξεγείρει τους πολίτες που ταυτίζονται με την Αριστερά.
Βέβαια, η πραγματικότητα είναι ότι ο Στέφανος Κασσελάκης δεν επιμένει στις πολιτικές θέσεις. Αυτό για το οποίο επαίρεται επανειλημμένα με αυταρέσκεια είναι οι ηγετικές του ικανότητες. Η πολιτική αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ένας διαγωνισμός ντιμπέιτ, από αυτούς στους οποίους συμμετείχε στα φοιτητικά του χρόνια, όπου το θέμα σού δίνεται έτοιμο και πρέπει να το υποστηρίξεις ανεξάρτητα από το αν συμφωνείς ή όχι. Σε ένα μεταπολιτικό σκηνικό, όπου δεν ζητείται από τα κόμματα και τις πολιτικές ηγεσίες κάποιο όραμα ή θέσεις, αλλά κατά βάση διαχειριστικές δεξιότητες για τη δεδομένη πολιτική, ο Στέφανος Κασσελάκης με το βιβλίο του θέλει να βροντοφωνάξει ότι είναι καλός CEO, όπως του αναγνώρισε, κατά τα γραφόμενα, κάποτε και ο Αλέξης Τσίπρας. Στη θέση των μετόχων μπαίνουν οι πολίτες και η χώρα-εταιρία με μια επιδέξια διοίκηση μπορεί να μοιράσει μέρισμα, που είναι άλλωστε και όλο το νόημα της ζωής.
Τελικά, είναι θετικό που ο Στέφανος Κασσελάκης έκανε αυτό το πολιτικό coming out με ειλικρίνεια και χωρίς τα φτιασίδια των επαγγελματιών της επικοινωνίας. Το να δείχνεις τις αδυναμίες σου και να τις εκθέτεις στην κριτική είναι πράγματι στοιχείο αυτοπεποίθησης και ευθύτητας. Θα έχει ενδιαφέρον, μετά από αυτό, να δει κανείς πόσοι θα ακολουθήσουν την κασσελάκεια εκδοχή του «ελληνικού ονείρου».