της Δρος. Άννας Κωνσταντινίδου*
Με αφορμή την επίσημη επίσκεψη που πραγματοποιεί ο πρωθυπουργός της, Ναρέντρα Μόντι στην Ελλάδα, είναι σίγουρο ότι οι σχέσεις της Ελλάδας με την Ινδία περνούν σε άλλο επίπεδο. Το πιο σημαντικό εξ όλων αυτών, είναι ότι η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί μετά από πρωτοβουλία του κ. Μόντι, αποδεικνύοντας εκτός των άλλων τον αναβαθμισμένο ρόλο της χώρας μας εδώ και τέσσερα χρόνια στη διεθνή, πολιτική και στρατιωτική διπλωματία.
Είναι γνωστό, ότι Ινδός πρωθυπουργός έχει να επισκεφθεί την Ελλάδα εδώ και 40 χρόνια, με τελευταία την Ίντιρα Γκάντι το 1983. Ωστόσο, προκύπτει και αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε, ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν είναι “αποκομμένη” από το κράτος αυτό, αλλά αντίθετα η ελληνική παρουσία ήδη από τον 19ο στην Καλκούτα και στην Ντάκα με τον εμπορικό οίκο των Αδελφών Ράλλη, πρωτοστάτησε και βοήθησε στη δημιουργία μιας ενεργού εθνικής Κοινότητας που υπάρχει μέχρι σήμερα στη Βεγγάλη.
Μόλις έγινε γνωστή η επίσκεψη του Ινδού πρωθυπουργού στην Ελλάδα, ήδη δημοσιογράφοι και αρθρογράφοι άρχισαν εύλογα να γράφουν διθυραμβικά άρθρα για τη σημαντική συνάντηση Ελλήνων και Ινδών πολιτικών αξιωματούχων και τις προοπτικές που ανοίγονται στον εμπορικό και οικονομικό τομέα. Το άρθρο όμως θα εστιάσει στα ζητήματα Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής και στα βήματα που μπορούν να γίνουν περαιτέρω, μια και η στρατιωτική μας διπλωματία ήδη έχει ανοίξει πολύ σημαντικούς διαύλους, με πιο πρόσφατο αυτόν της συμμετοχής Ινδών πιλότων στην άσκηση ΗΝΙΟΧΟΣ 2023 το Μάιο.
Μάλιστα, ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος στις 5 Ιουλίου είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ινδό ομόλογό του, Στρατηγό Anil Chauhan, με τον οποίο συζήτησαν μία σειρά ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος των δύο χωρών στα θέματα Άμυνας και Ασφάλειας, βάζοντας ένα σημαντικότατο λιθαράκι στην εμβάθυνση της διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας. Σημειώνεται δε, ότι ο Αρχηγός των Ινδικών Ενόπλων Δυνάμεων απηύθυνε πρόσκληση στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία να συμμετέχει σε εθνική τους στρατιωτική άσκηση τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Αρχικά, να αναφέρουμε ότι η Ινδία, όπως και η Κύπρος, ανήκε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Σε αντίθεση όμως με το Μακαριακό καθεστώς, ο Νεχρού όχι μόνο ήταν ανοιχτός απέναντι στις ΗΠΑ, αλλά το 1962 ζήτησε τη βοήθειά τους προκειμένου να καταστείλει εθνική εξέγερση μετά την κατάληψη εδαφών στο Θιβέτ από την Κίνα. Το ινδικό κράτος με πολύ έξυπνο τρόπο, όπως φάνηκε από την ιστορική διαδρομή του ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο κατάφερε να εξισορροπεί σε πολλά επίπεδα και “κόσμους” (ας μην ξεχνάμε την ειδική σχέση που έχει μέχρι σήμερα με τη Ρωσία), αλλά η ανάρρηση του Ρίσι Σούνακ στην πρωθυπουργία της Αγγλίας αποδεικνύει ότι πρόκειται για ένα Έθνος χαμαιλέοντα στις πολιτικό- διπλωματικές προκλήσεις.
Το μειονέκτημα της Ινδίας είναι ότι οι κάστες δεν συνιστούν απλά εμπόδιο κοινωνικής εξέλιξης και προόδου, αλλά όπως τα θρησκευτικά Τάγματα στο μουσουλμανισμό διαμορφώνουν μία εσωτερική πολιτικο-κοινωνική ασταθή πραγματικότητα, που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί. Αυτό έχει ως παράδοξη συνέπεια, μία ταχύτατα αναδυόμενη οικονομία να φέρει ακόμα στο εσωτερικό της πληθυσμό μειονεκτούντα οικονομικά και κοινωνικά.
Το ινδικό κράτος σε αμυντικό επίπεδο συνεργάζεται ταυτόχρονα με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τη Γαλλία και το Ισραήλ, ενώ διαθέτει και εθνικό οπλοστάσιο μεγάλο μέρος του οποίου εξοπλίζει η ίδια από την δική της αμυντική βιομηχανία. Επίσης και σε διεθνές επίπεδο, διαθέτει μία από τις καλύτερες επιχειρησιακά Πολεμικές Αεροπορίες. Συγχρόνως δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι Ινδία και Πακιστάν είναι εχθρικά κράτη και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά την επίσημη ομιλία του Ερντογάν στο πακιστανικό Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 2020 και με αφορμή την τότε έκρυθμη κατάσταση στο Κασμίρ, είχε δηλώσει ότι “για εμάς το Κασμίρ είναι ένα νέο Τσανάκκαλε, δηλαδή μια μάχη απέναντι σε ξένους εισβολείς όπως η μάχη της Καλλίπολης το 1915”. Φυσικά ακολούθησε σοβαρό διπλωματικό ζήτημα, με τις σχέσεις των δύο χωρών να θεωρούνται κάθε άλλο παρά αγαστές, κυρίως λόγω του Πακιστάν.
Επομένως, για την Ελλάδα η Ινδία θα μπορούσαμε κατ’ αρχήν να αναφέρουμε ότι εμπίπτει μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων και στη ρήση “ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου”; Ειδικά όμως για αυτή τη μεγάλη χώρα και τις όχι και τόσο γνωστές ιστορικές σχέσεις που έχουμε μαζί της, όχι μόνο δεν πρέπει να μείνουμε στη συγκεκριμένη φράση, αλλά οφείλουμε να εμβαθύνουμε τη διμερή μας συνεργασία ώστε να προκύψουν ισχυροί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών ειδικά στον τομέα της Άμυνας.
Αλήθεια, πόσοι γνωρίζουμε ότι το 1998 η Ελλάδα και η Ινδία είχαν υπογράψει Μνημόνιο Αμυντικής Συνεργασίας; Εξαιτίας δε των σημαντικών στρατιωτικών σχέσεων που διατηρεί το ινδικό κράτος τόσο με το Ισραήλ όσο και με τις ΗΠΑ και την Γαλλία, η δυνατότητα αυτό το Μνημόνιο να αναχθεί σε Συμφωνία με εκπαιδευτικά και επιχειρησιακά ερείσματα βρίσκεται κυριολεκτικά μπροστά μας.
Επίσης οι ιστορικές μας σχέσεις με την Αίγυπτο και φυσικά με την Κύπρο θα ήταν δυνατό να συνεισφέρουν στη δημιουργία ενός θεσμικού οργάνου διηπειρωτικού χαρακτήρα, που σε αμυντικό και διπλωματικό επίπεδο θα μπορούσε να αναδείξει τα περιφερειακά περιβάλλοντα, αποτελώντας έναν ισχυρό δίαυλο επικοινωνίας Ανατολής και Δύσης. Άλλωστε, χώρες όπως η Ελλάδα, η Ινδία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος έχουν την επιπλέον δυνατότητα και ήδη αποτελούν κόμβους εξισορρόπησης ανάμεσα στην ανατολική και στη δυτική περιφέρεια, πολλώ δε μάλλον μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Επιπλέον, ένα διμερές διπλωματικό συμβούλιο Ελλάδας και Ινδίας, θα μπορούσε να βοηθήσει σε πολυπαραγοντικό επίπεδο το Κυπριακό ώστε να μπει σε νέο πλαίσιο, γιατί ειδικά η Ινδία με τα εθνικά ζητήματα που έχει με την Κίνα και το Πακιστάν, μπορεί αφενός να αντιληφθεί με ευχέρεια τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της Τουρκίας, αφετέρου να κατανοήσει στο έπακρο την παράνομη κατοχή εδαφών από ξένο παράγοντα λόγω της τριχοτόμησης του Κασμίρ.
*Η Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Επιστημονική Συνεργάτιδα του ΑΠΘ, διδάσκουσα στην Ανώτερη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και τη Σχολή Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ).