Ο υπουργός υπογράμμισε πως καταβλήθηκε μια προσπάθεια, που μπροστά της είχε πολλά εμπόδια, με πρώτο αυτό της αδράνειας – ο νόμος που διαμορφώνει το σημερινό πλαίσιο είναι του 1994, το νομοθέτημα που επηρεάζεται από τις τεχνολογικές εξελίξεις παρέμεινε σε τυπική ισχύ για περίπου 28 χρόνια. «Το νομοσχέδιο που θα έπρεπε να επικαιροποιείται σε σχέση με την τεχνολογία, να αναβαθμίζει το επίπεδο δικαιωμάτων, βρέθηκε για όλα αυτά τα χρόνια ουσιαστικά στο περιθώριο της νομοθετικής πρωτοβουλίας και αυτό προφανώς δεν μας τιμά».
Ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε ότι είναι καλό ότι βρισκόμαστε σε ένα νέο νομοθέτημα , έστω και εάν αυτό υπαγορεύτηκε από ένα «λάθος» λόγο και μία «λάθος» αφορμή, με όσα συνέβησαν τον περασμένο Αύγουστο.
Επισήμανε ότι το νομοσχέδιο αυτό αναβαθμίζει την λειτουργία της ΕΥΠ, της κυβερνοασφάλειας, της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Εξέφρασε την ευχή «η εθνική αντιπροσωπεία να το αποδεχθεί» σημειώνοντας ότι «αντιλαμβάνομαι ότι σε ορισμένα σημεία μπορεί να υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, αλλά όλοι θα πρέπει να δεχθούμε την ανάγκη εκσυγχρονισμού του πλαισίου» και «δεν μπορώ να αντιληφθώ για ποιον λόγο ένας πολιτικός σχηματισμός δεν θα δεχόταν επί της αρχής ένα νομοσχέδιο που αποδεδειγμένα αποσκοπεί στο να βελτιώσει την υφιστάμενη κατάσταση».
Το νομοσχέδιο, είπε, μπορεί να μην είναι τόσο «εμπροσθοβαρές» όσο κάποιοι θα ήθελαν, αλλά σίγουρα είναι μια σημαντική προσπάθεια.
Αναφερόμενος στις διατάξεις του σχεδίου νόμου, είπε ότι προσδιορίζεται για πρώτη φορά η έννοια της «εθνικής ασφάλειας» και μάλιστα με έναν απόλυτα οριοθετημένο τρόπο, όταν ο προσδιορισμός αυτός ήταν στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του δικαστή. Εισάγεται η διασφάλιση ότι αιτήματα άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας θα μπορούν να υποβάλλουν μόνον οι αρχές που είναι επιφορτισμένες για το έργο αυτό (δηλ. η ΕΥΠ και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία) και όχι αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα και προέβλεπε ότι κάθε δημόσια Αρχή μπορούσε να υποβάλλει σχετικό αίτημα. Επιπροσθέτως, για πρώτη φορά το αίτημα δεν μπορεί να έχει μια στενή, τυπική αιτιολόγηση για την άρση, αλλά και μια στοιχειοθέτηση της αναγκαιότητας, ότι έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα μέσα και πλέον είναι αναγκαίο το τελευταίο έσχατο μέσο της παρέμβασης στο απόρρητο της επικοινωνίας. Προστίθεται και δεύτερος εισαγγελέας για την έγκριση μιας αίτησης. Ο εσωτερικός εποπτεύον εισαγγελέας της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής, θα έχει μόνο μια τριετή θητεία που δεν μπορεί να ανανεωθεί, ο δε δεύτερος εισαγγελέας θα είναι μόνο για μια θητεία ενός έτους και δικαίωμα ανανέωσης άλλου ενός έτους. Με τον τρόπο αυτό καταπολεμείται το ενδεχόμενο «στεγανοποίησης» και «ιδρυματοποίησης» των εισαγγελέων.
Για τις περιπτώσεις παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων, ο υπουργός επισήμανε ότι σήμερα δεν υπήρχε κανένα κριτήριο διασφάλισης και τώρα προστίθενται δύο δικλείδες ασφαλείας. Μία οργανική, που είναι ότι προ των δύο εισαγγελικών διατάξεων τίθεται το πολιτειακό φίλτρο της έγκρισης του προέδρου της Βουλής που θα μπορεί να κάνει και τις αναγκαίες πολιτικές σταθμίσεις. Και η δεύτερη δικλείδα που προστίθεται, είναι πως επιπλέον δεν αρκεί μόνο ο όρος της αναγκαιότητας μιας επικείμενης παρακολούθησης, αλλά θα πρέπει να υπάρχει και ένας άμεσος και επικείμενος κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια.
Απαντώντας στην κριτική περί του χρόνου ενημέρωσης του παρακολουθούμενου, ο κ. Γεραπετρίτης είπε ότι αυτό που εισάγεται είναι η πάροδος τριετίας από την λήξη της άρσης του απορρήτου. Ο λόγος αυτού του κενού είναι ότι – ειδικά στην περίπτωση μιας γνήσιας εξωτερικής εθνικής απειλής – χρειάζεται να υπάρχει αρκετός χρόνος προκειμένου να κριθεί ότι δεν συντρέχει λόγος να συνεχιστεί η παρακολούθηση. Η τριετία που εισάγεται είναι αρκετά βραχύτερη από ό,τι ισχύει σήμερα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου υπάρχει η σχετική πρόβλεψη, ενώ σε μια σειρά από άλλες χώρες, αυτή η ενημέρωση δεν προβλέπεται. Επισήμανε πως η απόφαση γνωστοποίησης της παρακολούθησης του υποκειμένου θα λαμβάνεται από μια τριμελή επιτροπή, όπου λόγω της παρέλευσης τριετίας, δεν υπάρχει περίπτωση να είναι οι ίδιοι εισαγγελείς που αποφάσισαν την άρση του απορρήτου, καθώς θα έχει λήξει η θητεία τους. Επίσης η ενημέρωση, από «δυνητική» που είναι σήμερα, πλέον γίνεται «ρητή αφού συντρέχουν οι προϋποθέσεις». Τόνισε πως η καταστροφή του οπτικού, ηχητικού ή άλλου υλικού, θα μπορεί να γίνεται μετά από έξι μήνες, αφού δεν θα έχει προκύψει κίνδυνος εθνικής ασφάλειας. Η δε αιτιολόγηση της άρσης του απορρήτου, παραμένει στην υπηρεσία για δέκα χρόνια, ώστε να μπορεί να γίνει ουσιαστική αξιολόγηση εάν συνέτρεχαν οι όροι της παρακολούθησης. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, το ισχύον πλαίσιο του 1994 που σήμερα εφαρμόζεται, προβλέπει ότι το υλικό μπορεί να καταστρέφεται από την πρώτη ημέρα της λήξης της άρσης.
Για την χρήση και λειτουργία κακόβουλων λογισμικών είπε ότι έχουμε οριζόντια και καθολική απαγόρευση, και τα αδικήματα επανέρχονται στα κακουργηματικά αδικήματα ή στα βαριά πλημμελήματα με αυξημένες ποινές.
Ο κ. Γεραπετρίτης δήλωσε ικανοποιημένος για το νομοθέτημα αυτό που κατατέθηκε, λέγοντας πως «έχω ήσυχη την συνείδησή μου» γιατί είναι ένα νέο πλαίσιο, «πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο όσων ισχύουν σήμερα στις χώρες της ΕΕ. Πάμε την χώρα σε ένα δύσκολο πεδίο μπροστά, σε ό,τι αφορά την ουσιαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων»