Μάλιστα, στην περίπτωση που και η υπόθεση διερεύνησης της Novartis οδηγηθεί σε δίκη, ίσως αντιμετωπιστεί ζήτημα στη συγκρότηση της έδρας, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 4 του Συντάγματος, «τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στον βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης».
Αρειος Πάγος
Αν και για την υπόθεση του Νίκου Παππά φαίνεται πως δεν υπάρχει ζήτημα και θα οδηγηθεί με το νέο δικαστικό έτος σε δίκη, ίσως δημιουργηθεί ζήτημα στη συγκρότηση Ειδικού Δικαστηρίου, αν αυτό προκύψει με βούλευμα, για την υπόθεση Παπαγγελόπουλου. Δηλαδή τα 7 μέλη του Αρείου Πάγου που απαιτούνται για τη συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να έχουν προαχθεί στον βαθμό του αρεοπαγίτη πριν από τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν κατατέθηκε η πρόταση για δίωξη σε βάρος του κ. Παπαγγελόπουλου. Ο συνολικός αριθμός των αρεοπαγιτών είναι 74, αλλά ήδη 54 εξ αυτών προήχθησαν στον βαθμό του αρεοπαγίτη μετά την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης σε βάρος του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, η οποία υποβλήθηκε τον Ιούλιο του 2020. Την ίδια στιγμή, αναμένεται το Ιούνιο να συνταξιοδοτηθεί σημαντικός αριθμός ανώτατων δικαστών, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της αδυναμίας συγκρότησης Ειδικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, πηγές από τον Αρειο Πάγο σημειώνουν στον «Ε.Τ.» της Κυριακής πως ίσως ερμηνευτεί διαφορετικά η διάταξη για να αποφευχθεί η αρνησιδικία, ενώ χλιαρότερη υποστήριξη βρίσκει το ενδεχόμενο της νομοθετικής ρύθμισης του ζητήματος.
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ • ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ
«Φωτιά» το βούλευμα
Με ένα βούλευμα-«φωτιά» που υιοθέτησε πλήρως την εισαγγελική πρόταση, η οποία ζητούσε παραπομπή του Νίκου Παππά για παράβαση καθήκοντος στο Ειδικό Δικαστήριο, οι δικαστές έστειλαν στο «σκαμνί» τον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας στο πλευρό του τον επιχειρηματία Χρήστο Καλογρίτσα για συνέργεια στο ίδιο αδίκημα. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βούλευμα, «ο Νίκος Παππάς ενήργησε προς όφελος του κόμματός του, της τότε κυβέρνησης και του ίδιου ως υπουργού, αν και είχε την υποχρέωση να ασκεί την εξουσία του προς όφελος όλου του λαού. Αντί δε να περιφρουρήσει τον υγιή, ελεύθερο και ανόθευτο ανταγωνισμό μεταξύ όσων μετείχαν στον διαγωνισμό, τηρώντας ίσες αποστάσεις από αυτούς, έθιξε αυτόν διευκολύνοντας την πιο πάνω οριστική υπερθεματίστρια εταιρία να ανεύρει τα χρήματα που απαιτούνταν για την καταβολή της πρώτης δόσης, ώστε να μην εκπέσει και καταλάβει τη θέση της ο επόμενος πλειοδότης, προς βλάβη του μάλιστα, αν και γνώριζε ότι αυτή υστερούσε έναντι αρκετών από τους συνυποψηφίους της, που αντίθετα με αυτή διέθεταν τα οικονομικά μέσα για τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό».
Οι δικαστές κάνουν λόγο για ξεκάθαρη εύνοια του πρώην υπουργού στη συγκεκριμένη εταιρία «προκειμένου να αποκτήσει άδεια τηλεοπτικού καναλιού ελεγχόμενου από τον ίδιο ως υπουργό, το κόμμα του και την τότε κυβέρνηση». Μάλιστα, για τον λόγο αυτό «παρέβη την υποχρέωσή του να διασφαλίσει την πολυφωνία, αλλά και το ατομικό δικαίωμα της πληροφόρησης, που κατοχυρώνεται με την αντικειμενική και με ίσους όρους πληροφόρηση από τα ΜΜΕ. Επομένως, με τις πράξεις του αυτές ο Νίκος Παππάς, με τη συνδρομή του Χρήστου Καλογρίτσα, παρέβη με πρόθεση τα καθήκοντά του που ενυπήρχαν στη φύση της υπηρεσίας του ως υπουργού».
Εφημερίδα Documento
Ειδική μνεία γίνεται και στη συμβολή του Νίκου Παππά στη δημιουργία της εφημερίδας Documento, καθώς -όπως εξηγούν οι δικαστές- «αν και όφειλε να διασφαλίσει τη διαφάνεια του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των μέσων μαζικής ενημέρωσης (…) παρέβη με πρόθεση τα καθήκοντά του αυτά, συνάπτοντας σχετική συμφωνία με τον Χρήστο Καλογρίτσα και δίνοντας οδηγίες και εντολές σε αυτόν για την επιλογή συνεργατών, συνετέλεσε στην ίδρυση της εφημερίδας Documento, με παρένθετα πρόσωπα πάλι τον Χρήστο Καλογρίτσα, ως ενδιάμεσο παρένθετο πρόσωπο και τον γιο του Ιωάννη-Βλαδίμηρο Καλογρίτσα ως τελικό παρένθετο πρόσωπο, για την προώθηση της κομματικής πολιτικής και τον επηρεασμό της κοινής γνώμης».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ • ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
«Καταπέλτης» η εισαγγελική πρόταση
Παρεμβάσεις του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στη Δικαιοσύνη αλλά και κατάχρηση εξουσίας από την πλευρά των εισαγγελέων Διαφθοράς «είδε» η αντεισαγγελέας Ελένη Μετσοβίτου-Φουρλή, η οποία προτείνει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο την παραπομπή σε δίκη του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ και των πρώην εισαγγελέων Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη, Χρήστου Ντζούρα και Στέλιου Μανώλη.
«Εκμεταλλευόμενος καταχρηστικά όχι μόνο την πολιτική του θέση ως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης αλλά και τις παλαιότερες θέσεις, στις οποίες είχε υπηρετήσει (…) και αφού προηγουμένως τον ενημέρωναν οι συγκατηγορούμενοί του εισαγγελείς Διαφθοράς για την εξέλιξη της υπόθεσης, αυτός με πειθώ, επαναλαμβανόμενες προτροπές, συνεχείς παρεμβάσεις και καθοδήγηση αποσκοπούσε στο να κατευθύνει και να επηρεάζει την υπηρεσιακή τους συμπεριφορά και τις ενέργειές τους, ενθαρρύνοντας αυτούς στη συστηματική παραβίαση πρωταρχικών δικονομικών και δεοντολογικών κανόνων, που διέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης» αναφέρεται στην εισαγγελική πρόταση για τον κ. Παπαγγελόπουλο, που εκτός από την ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας, αντιμετωπίζει και το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος σε πλημμεληματική μορφή για τις καταγγελλόμενες παρεμβάσεις του στο έργο των εισαγγελέων Ελένης Ράικου, Παναγιώτη Αθανασίου, Γεωργίας Τσατάνη και Ελένης Τουλουπάκη.
Από την ίδια πρόταση συνάγεται ότι η πλημμεληματική κατάχρηση εξουσίας των τριών εισαγγελέων αφορά στις πιέσεις που δέχθηκαν οι Φρουζής, Μανίας, Βουλκίδης και οι προστατευόμενοι μάρτυρες για να κατονομάσουν παράνομες πράξεις, ενώ η κακουργηματική κατάχρηση εξουσίας διότι εκδίωξαν δέκα πολιτικά πρόσωπα και δεν διαβίβασαν αμελλητί στη Βουλή τη μηνυτήρια αναφορά Ανδρέα Λοβέρδου, Βασίλη Κεγκέρογλου και Εύης Χριστοφιλοπούλου για τους υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ Ξανθό και Κουρουμπλή.
«Εξέθεσαν τα πρόσωπα αυτά εν γνώσει τους σε δίωξη και τιμωρία, αφενός μεν αποστέλλοντας και μάλιστα όχι αμελλητί με ψεύδη και κατασκευασμένα στοιχεία, που συνέλεξαν, τη δικογραφία στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για διαβίβαση αυτής στη Βουλή, προς ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, και αφετέρου συνεχίζοντας να ελέγχουν, όλοι μαζί από κοινού, τα ως άνω πολιτικά πρόσωπα μετά την επιστροφή της δικογραφίας στην Εισαγγελία Διαφθοράς αν και δεν είχαν αρμοδιότητα» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εισαγγελική πρόταση.
Η αντεισαγγελέας αναφερόμενη στους προστατευόμενους μάρτυρες σημειώνει ότι οι εισαγγελείς «τους διατήρησαν σε καθεστώς προστασίας, χωρίς να συντρέχουν εν γνώσει τους προς τούτο οι προϋποθέσεις του νόμου, με σκοπό να τους παρασχεθεί ασυλία που δεν δικαιούνταν, προκειμένου µε τις αναξιόπιστες ψευδείς και καθοδηγούμενες από τους ίδιους καταθέσεις τους, στις οποίες δεν διαλαμβάνονταν γεγονότα, αλλά κρίσεις, εικασίες και υποθέσεις, χωρίς να συνδέονται αναπόσπαστα με γεγονότα, µε τελική έκβαση της υπόθεσης, ως προς τα μεν επτά πολιτικά πρόσωπα να τεθεί στο αρχείο, ως προς τα δύο πρόσωπα ήτοι τον Αδωνι Γεωργιάδη, τον Δηµήτριο Αβραμόπουλο να συνεχιστεί η προκαταρκτική εξέταση και ως προς τον ένα τον Ανδρέα Λοβέδο να ασκηθεί ποινική δίωξη».
Μάλιστα, στην εισαγγελική πρόταση που αριθμεί περισσότερες από 300 σελίδες, γίνεται λόγος για «κατευθυνόμενες διαδοχικές καταθέσεις» και εξέταση μαρτύρων σε διάρκεια μηνών προκειμένου η μια κατάθεση να συμπληρώνει την προηγούμενη. «Δεν έλαβαν κρίσιμες καταθέσεις, που θα τεκμηρίωναν όσα επιβαρυντικά κατέθεσαν οι προστατευόμενοι μάρτυρες για τα πολιτικά πρόσωπα, παρότι είχαν τη χρονική ευχέρεια, δεδοµένου ότι τη δικογραφία κατά των πολιτικών προσώπων δεν τη διαβίβασαν αµελλητί στη Βουλή, οι οποίες (καταθέσεις) θα οδηγούσαν στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και ειδικότερα: α) ανωµοτί κατάθεση από τον Κωνσταντίνο Φρουζή, τον οποίο αναφέρουν ως κύρια πηγή των πληροφοριών τους και ως κεντρικό πρόσωπο των πράξεων δωροδοκίας πολιτικών προσώπων και υψηλόβαθμων στελεχών.