Το γεγονός ότι η ενημέρωση και ο πλουραλισμός βρίσκονται στο στόχαστρο της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου επιβεβαιώνει και η απόφαση για τη σύλληψη, ύστερα από μήνυση του υπουργού Αμυνας, των δύο δημοσιογράφων, επικεφαλής του ομίλου των «Παραπολιτικών», με τη διαδικασία του αυτοφώρου για αδικήματα Τύπου, που ήταν η τελευταία, μέχρι την επόμενη, πράξη στο έργο των επιθέσεων κατά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Το είδε αυτό η κοινή γνώμη σε όλες τις περιπτώσεις. Από τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στα ελληνικά κανάλια (MEGA, ΣΚΑΪ, ALPHA κ.λπ.) και τις εφημερίδες που δεν κατάφερε να ελέγξει το σύστημα της αριστερής διακυβέρνησης όπως αυτές του ΔΟΛ με την περίφημη «γάτα των Ιμαλαΐων» ή το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» που επισκέφθηκαν το 2013 οι Τσίπρας – Παππάς – Σκουρλέτης, αλλά ως κυβέρνηση το στοχοποίησαν επειδή δεν αντέχουν την κριτική, μέχρι τις επιθέσεις σε ξένα μέσα ενημέρωσης, όπως ο «Guardian» και οι «Financial Times», που ήταν φιλικά και αποδεκτά όταν δημοσίευαν εκτενείς συνεντεύξεις του Αλέξη Τσίπρα και στήριζαν με άρθρα τους συγκεκριμένες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θεωρήθηκαν εχθρικά μόλις τόλμησαν να σχολιάσουν αρνητικά την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη χώρα μας.
Είναι σαφές ότι ο τρόπος που το Μέγαρο Μαξίμου διαχειρίζεται το επικοινωνιακό παιχνίδι και τις σχέσεις με τα ΜΜΕ εντάσσεται σε μια ευρύτερη κυβερνητική στρατηγική κατά του Τύπου, αποκαλύπτοντας μια βαθιά καθεστωτική νοοτροπία και αντιλήψεις που παραπέμπουν σε σοβιέτ της πιο σκληρής σταλινικής περιόδου. Με απλά λόγια, πρόκειται για την υιοθέτηση του γνωστού δόγματος «Οποιος δεν μας αρέσει καταγγέλλεται και όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός μας».
Το κλίμα που διαμορφώνεται με την παρέμβαση των διωκτικών Αρχών στα δημοσιογραφικά γραφεία προκαλεί, αναμφίβολα, ανησυχία. Είναι φανερό ότι ο Τύπος βρίσκεται στο στόχαστρο. Το είπε, άλλωστε, καθαρά και ο Αλ. Τσίπρας, όταν συνέστησε στον κόσμο να μη διαβάζει εφημερίδες. Η απάντηση του πρωθυπουργού σε συμβασιούχους του Δήμου Καλαμαριάς, όταν του είπαν «Εμείς δεν διαβάζουμε εφημερίδες», είναι ενδεικτική μιας αρνητικής διάθεσης και μιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας: «Καλά κάνετε, έχετε την υγειά σας».
Και είναι γεγονός ότι σε οποιαδήποτε άλλη δημοκρατική χώρα η έμμεση προτροπή ενός πρωθυπουργού προς διαμαρτυρόμενους πολίτες να μη διαβάζουν εφημερίδες θα είχε γίνει αντικείμενο σφοδρών κοινωνικών αντιδράσεων. Σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο χρήσιμοι πολίτες θεωρούνται οι ενημερωμένοι πολίτες και είναι αξιοσημείωτο ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι κυβερνήσεις πριμοδοτούν την αγορά εφημερίδων και βιβλίων από τους νέους, την ώρα που η αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα επενδύει στο λαϊκισμό και θέλει να επιβάλει την ατζέντα της μέσα από ανώνυμες και αδιασταύρωτες πληροφορίες που διακινούνται μέσω του Διαδικτύου.
Τη μία, λοιπόν, το Γραφείο Πρωθυπουργού επιτίθεται, βλέποντας πολιτικές σκοπιμότητες, στους «Financial Times», ενοχλημένο από το άρθρο της ηλεκτρονικής έκδοσής τους, το οποίο τιτλοφορείται «Ο ΣΥΡΙΖΑ χτυπά τους θεσμούς της χώρας ή ανατρέπει τα οργανωμένα συμφέροντα;», και εγκαλεί ουσιαστικά την κυβέρνηση ότι όσο υποχωρούν τα δημοσκοπικά ποσοστά της τόσο αυξάνεται ο αυταρχισμός της, και στον «Guardian», που κατέγραψε τις δραματικές ελλείψεις στα νοσοκομεία, περιγράφοντας την εικόνα ενός συστήματος Υγείας που καταρρέει.
Ηταν όμως η ίδια εφημερίδα, ο «Guardian», του οποίου η στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν απλώς θετική αλλά ενθουσιώδης με χαρακτηριστικά δημοσιεύματα που έβλεπαν την ελπίδα να έρχεται στην Ευρώπη και το γνωστό δημοσιογράφο Πολ Μέισον, που μπαινόβγαινε στο Μαξίμου το πρώτο διάστημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, να παρουσιάζει εκτενώς συνεντεύξεις του Αλ. Τσίπρα και άρθρα που πρόβαλλαν τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά και στον εγχώριο Τύπο η στάση του Μαξίμου είναι ανάλογη. Επιχείρησε να ελέγξει μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου και, όταν δεν τα κατάφερε, στράφηκε εναντίον τους, όπως στην περίπτωση του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη. Και τώρα, που τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για το παραδοσιακό συγκρότημα, που αναζητά απεγνωσμένα χρηματοδότηση και περιέρχεται στα χέρια των τραπεζών, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει πλέον με θετικό μάτι την προοπτική σωτηρίας του συγκροτήματος, θεωρώντας ότι με την αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς θα μπορέσει να ελέγξει τις εφημερίδες που εκδίδει.
Οσο για τις εφημερίδες που ασκούν αντιπολίτευση, ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του πρωθυπουργικού γραφείου χρησιμοποιεί την παγιωμένη, πλέον, μέθοδο του non paper είτε επιδείξεις τσαμπουκά τύπου Πολάκη για να αποδομήσει τα ρεπορτάζ τους.
Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που απέστειλαν στην ΕΣΗΕΑ, μέσω του εκπροσώπου τους στο Μικτό Συμβούλιο, Γ. Μακρυγιάννη, οι δημοσιογράφοι του «Πρώτου Θέματος», ζητώντας την παρέμβαση του συνδικαλιστικού οργάνου για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων άθλιων επιθέσεων της κυβέρνησης, με αφορμή ρεπορτάζ, που «ενόχλησαν» το Μέγαρο Μαξίμου.
Στην επιστολή επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι πρόκειται για ένα συνολικότερο πρόβλημα με τη συμπεριφορά της κυβέρνησης, η οποία στρέφεται κατά της λειτουργίας του Τύπου και αμφισβητεί την επαγγελματική υπόσταση των δημοσιογράφων. Και γίνεται λόγος για «ωμή τακτική του Μεγάρου Μαξίμου, που με κάθε ευκαιρία επιδιώκει την ποδηγέτηση, τον εκφοβισμό και την ενοχοποίηση κάθε δημοσιογραφικής έρευνας και κριτικής που ενοχλεί την κυβέρνηση».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής