Η άμεση αντίδραση των εταίρων και δανειστών στη μονομερή ενέργεια του πρωθυπουργού σε σχέση με τις παροχές προς τους χαμηλοσυνταξιούχους και την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου καταδεικνύει με τον πλέον σαφή τρόπο ότι αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται ποτέ να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας.
Τα όσα μεσολάβησαν τις τελευταίες ημέρες είναι άκρως ανησυχητικά, πρωτίστως για την Ελλάδα, αφού οι σχέσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές βρίσκονται περίπου στο ίδιο αδιέξοδο με το 2015, κανένας από τους εταίρους δεν την εμπιστεύεται, παρά τις υποχωρήσεις που έκανε και το Μνημόνιο που υπέγραψε.
Είναι προφανές ότι για τη σημερινή κόντρα δεν φταίει ούτε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ούτε ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, φταίει η κυβέρνηση, η οποία αγνόησε το αυτονόητο, ότι δηλαδή έχει υπογράψει ένα Μνημόνιο το οποίο συνεπάγεται και δεσμεύσεις. Κανένας από τους εταίρους δεν της είπε να μη διαθέσει το πρωτογενές πλεόνασμα που υπερβαίνει το στόχο, ωστόσο αυτό θα έπρεπε να γίνει συγκροτημένα με βάση τους ισχύοντες κανόνες.
Το τρίτο Μνημόνιο και η πρώτη επικαιροποίησή του, που εγκρίθηκε στο Εurogroup της 25ης Μαΐου, αναφέρουν ότι, όταν η χώρα υπερβαίνει το στόχο στο πρωτογενές πλεόνασμα, τότε το υπερβάλλον ποσό κατανέμεται ως εξής: 30% πάει στο χρέος, 30% στην εξυπηρέτηση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και το 40% διανέμεται από την κυβέρνηση στους πιο ευάλωτους οικονομικά. Είχε συμφωνηθεί αυτό να γίνεται μέσω αντίστοιχης αύξησης του ελάχιστου εισοδήματος, γιατί αυτός θεωρείται και ο πιο αντιπροσωπευτικός τρόπος ανίχνευσης της οικονομικής κατάστασης των πολιτών, ενώ με το περιουσιολόγιο που προωθείται η εικόνα θα είναι ακόμη πιο σαφής.
Ολα τα παραπάνω αφορούν στις περιπτώσεις που η υπέρβαση δεν θεωρείται μόνιμη αλλά μιας χρήσης. Εάν κριθεί από τους θεσμούς μόνιμη, τότε θα μπορούν να λαμβάνονται άλλα μέτρα μακροχρόνιας διάρκειας, όπως οι αυξήσεις συντάξεων και μισθών, η μείωση της φορολογίας.
Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να γίνει μέσα στο ίδιο έτος, γιατί θα πρέπει να επιβεβαιώνονται οι δημοσιονομικές επιδόσεις από τη Εurostat και αυτό γίνεται τον Απρίλιο του επόμενου έτους. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση δεν τήρησε τις δεσμεύσεις της που απορρέουν από το Μνημόνιο όταν αποφάσισε να δώσει τώρα τα χρήματα και όχι τον Απρίλιο του 2017, όπως όφειλε. Οι Γερμανοί πάνε και παραπέρα, προφανώς γιατί πιάνονται με τα προαναφερόμενα ποσοστά, θεωρώντας ότι τα 617 εκατ. ευρώ, που προβλέπουν οι παροχές της κυβέρνησης, ξεπερνούν το 40% του υπερβάλλοντος πλεονάσματος, το οποίο μπορεί να διατεθεί για αυτόν το σκοπό.
Στο ερώτημα «γιατί το έκανε;», η κυβέρνηση δεν έχει δώσει πειστική απάντηση, πέρα από κάτι μισόλογα ότι, εάν δεν τα έδινε τώρα τα χρήματα, δεν θα μπορούσε του χρόνου. Φυσικά, αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί αναφέρεται ρητά στο τρίτο Μνημόνιο το δικαίωμα διάθεσης των χρημάτων του προηγούμενου έτους. Προφανώς, οι λόγοι που το έκανε είναι πολιτικοί, τους οποίους ξέρει μόνο η κυβέρνηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έχει σίγουρα κάποιο πολιτικό κέρδος.
Ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες: Νίκος Μπέλλος
Διαβάστε περισσότερα στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής