«Υστερα από μία 10ετία κρίσης, η Ελλάδα κοιτάζει, πλέον, μπροστά με αυτοπεποίθηση», ήταν το μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος μετέφερε στην κ. Μέρκελ και την ειλικρινή διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για «βαθιές, διαρθρωτικές αλλαγές που θα πάνε πιο γρήγορα και πιο βαθιά από τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες είχαν επιβληθεί στη χώρα τις εποχές των Μνημονίων.
Αυτές οι αλλαγές θα γίνουν από εμάς, γιατί αφορούν πρωτίστως εμάς. Και σε αυτές θέλουμε τη Γερμανία ως σύμμαχο», ανέφερε.
Από τις δηλώσεις τόσο του κ. Μητσοτάκη όσο και της Γερμανίδας καγκελάριου προέκυψε η επιθυμία να παρουσιαστεί στις αρχές του 2020 ένα φιλόδοξο σχέδιο επενδύσεων γύρω από την «πράσινη οικονομία», τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη διαχείριση των απορριμμάτων, την ηλεκτροκίνηση, παραγωγικές δραστηριότητες που είναι φιλικές προς το περιβάλλον.
«Εχουμε πολλά κοινά να κάνουμε σε αυτόν τον τομέα», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, ενώ και η κ. Μέρκελ εκτίμησε ότι από τον επόμενο χρόνο θα έχουμε αποτελέσματα.
Ο πρωθυπουργός έκανε αναφορά και στη ΔΕΗ σημειώνοντας μεταξύ άλλων τις δραστικές κινήσεις που γίνονται από την κυβέρνηση για την εξυγίανση της επιχείρησης, αλλά και για να της δοθεί η δυνατότητα ανάπτυξης σε καινούργια πεδία, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που αποτελεί τομέα για τον οποίο υπάρχει μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον στη Γερμανία.
Στις αρχές του επόμενου έτους θα πραγματοποιηθεί μεγάλο, ανοιχτό συνέδριο για να παρουσιαστούν αυτές οι ευκαιρίες.
«Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται πια ως μια -εντός εισαγωγικών- προβληματική χώρα, αλλά ως μια χώρα η οποία βγαίνει από την κρίση και προσφέρει σημαντικές αναπτυξιακές ευκαιρίες σε γερμανικές επιχειρήσεις», πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης και εξέφρασε την ελπίδα για ακόμα μεγαλύτερες γερμανικές επενδύσεις στη χώρα μας.
Απευθυνόμενος μάλιστα στα γερμανικά στην κ. Μέρκελ, την οποία προσκάλεσε να επισκεφθεί στην Αθήνα, ανέφερε: «Είμαι ο 5ος Ελληνας πρωθυπουργός που δέχεστε στη Γερμανία. Και ελπίζω ότι θα είμαι και εκείνος ο οποίος θα μπορέσει να οδηγήσει τη χώρα μου έξω από την κρίση, έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να διαδραματίσει και πάλι έναν καθοριστικό ρόλο στην Ευρώπη».
Αναφερόμενος στα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, ο Ελληνας πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι είναι ιδιαίτερα υψηλά και επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά ότι πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης είναι να θέσει το ζήτημα αυτό στους θεσμούς, στη βάση της στρατηγικής που έχει προαναγγείλει και η οποία δίνει έμφαση σε πρώτη φάση στην ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας.
«Εχω πει ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τους δημοσιονομικούς στόχους για το 2019 και το 2020. Πρώτα θα κερδίσουμε αξιοπιστία και μετά θα συζητήσουμε τα ζητήματα των πλεονασμάτων και του χρέους», ανέφερε και πρόσθεσε ότι όσο πιο γενναία και ισχυρή είναι η ανάπτυξη στη χώρα μας τόσο πιο εύκολα γίνονται τα ζητήματα της διαχείρισης του χρέους και όσο το περιβάλλον των επιτοκίων είναι χαμηλό τόσο μπορούμε να δούμε τα ζητήματα μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνία.
«Είναι θέματα τα οποία συζητάμε με τους Θεσμούς. Και εμείς αυτό που θα κάνουμε πρώτα απ’ όλα είναι να κερδίσουμε πολιτική αξιοπιστία, ως μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση η οποία επαναφέρει το ζήτημα της ανάπτυξης στην πρώτη γραμμή. Τα ζητήματα αυτά, εν καιρώ και την κατάλληλη στιγμή, θα συζητηθούν με τους Θεσμούς και προφανώς, εφόσον αυτό χρειαστεί, σε διμερές επίπεδο», συμπλήρωσε.
Σε ό,τι αφορά το προσφυγικό και την αύξηση των ροών τους τελευταίους μήνες, ο κ. Μητσοτάκης επέμεινε στην ανάγκη να υπάρχει δίκαιος επιμερισμός του προβλήματος, κάτι με το οποίο συμφώνησε και η κ. Μέρκελ, αναγνωρίζοντας ότι είμαστε μακριά ακόμη από μία πραγματικά βιώσιμη λύση.
«Ελπίζω και εύχομαι, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, γι’ αυτό το οποίο αποκαλούμε “Δουβλίνο 4”, η Ευρώπη να δείξει ουσιαστική αλληλεγγύη. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν χώρες που να εκμεταλλεύονται τα οφέλη Σένγκεν και ταυτόχρονα να αρνούνται να συμμετέχουν έστω και κατ’ ελάχιστον στην αντιμετώπιση αυτού του κοινού ευρωπαϊκού προβλήματος», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος διαβεβαίωσε εξάλλου ότι η Ελλάδα θα κάνει ό,τι πρέπει για να επιταχυνθεί η ροή των επιστροφών προς την Τουρκία και ό,τι πρέπει ώστε οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων στις δομές της να είναι συνθήκες ανθρώπινες. Υπογράμμισε επίσης ότι και στο ζήτημα της ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου, που ενδιαφέρει πάρα πολύ την καγκελάριο, «θα δουλέψουμε μαζί ώστε οι κανόνες χορήγησης ασύλου να είναι ενιαίοι σε όλη την Ευρώπη».
Συζήτηση έγινε και για την Τουρκία και το Κυπριακό. «Οι ενέργειες των γειτόνων μας στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ενέργειες παράνομες. Αθήνα και Βερολίνο συμφωνούμε σε αυτό. Εξ ου και υπήρχε μια κοινή ευρωπαϊκή αντίδραση», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, ενώ αναφερόμενος στα ζητήματα των Βαλκανίων επανέλαβε την άποψη ότι «η συμφωνία των Πρεσπών είναι μια συμφωνία με σοβαρά ελαττώματα», για τα οποία εκτίμησε πάντως ότι «μπορούν να αμβλυνθούν μέσω της συνολικής ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων».
Ο Ελληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε στις δηλώσεις του και στη δοκιμασία που βιώνει η Ευρώπη από την άνοδο των λαϊκιστών, καθώς και από τη μεγάλη πρόκληση του Brexit. Μιλώντας για την Ελλάδα σημείωσε ότι ένα από τα μηνύματα που έστειλε η εκλογική νίκη της Ν.Δ. είναι ότι απέδειξε πως «η χώρα μας μπορεί να απορρίψει την οικονομική καθήλωση, επιλέγοντας την ανάπτυξη και την πρόοδο, αλλά και να καταδικάσει το λαϊκισμό, εξαφανίζοντας από τον πολιτικό χάρτη πολιτικά μορφώματα, όπως η Χρυσή Αυγή».
Από την έντυπη έκδοση