Ο υπουργός, που συνοδευόταν από τον γενικό γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Κωνσταντίνο Αραβώση, τόνισε ότι: «θα μπορούσε να είναι ένας πνεύμονας πρασίνου και αναψυχής για όλη τη Δυτική Αττική. Χωρίς διάθεση υποτίμησης των προσπαθειών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια -πολύ περισσότερο των προσπαθειών του προσωπικού- η κατάσταση δεν είναι καθόλου ανεκτή. Οι εγκαταλελειμμένες λίμνες με τα ψόφια ψάρια, η δυσοσμία από τα κανάλια που έχουν στερέψει, οι σπασμένες λάμπες, η απουσία φύλαξης, οι “συλλογικότητες” που έχουν κάνει κατάληψη σε τμήμα του Πάρκου, συνθέτουν μια αρνητική εικόνα, όχι αντάξια όσων το οραματίστηκαν.
Δεν είναι καθόλου ανεκτό ούτε το ισχύον μοντέλο διοίκησης, όπου άλλος ορίζει τον πρόεδρο και άλλος τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Οι δε διαδικασίες διαχείρισης του προϋπολογισμού είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν καν την απορρόφηση των κονδυλίων που διατέθηκαν τα τελευταία χρόνια για το Πάρκο.
Εντός του Σεπτεμβρίου θα έχει δοθεί μια άμεση και καθαρή λύση. Τελικός σκοπός είναι να υιοθετηθεί ένα απλό και αποτελεσματικό μοντέλο διαχείρισης του Πάρκου προκειμένου να φανεί η διαφορά στα μάτια των πολιτών χωρίς καθυστερήσεις».