Με πολλά συνθήματα όπως «Καλώς ανταμώσαμε. Σήμερα ξεκινάμε μαζί ξανά έναν αγώνα για το σήμερα και το αύριο του τόπου, για την Ελλάδα, για τη ζωή μας και σε αυτόν τον αγώνα δεν περισσεύει κανείς και καμιά» και «Απόψε είναι σαν να ξαναβαφτιστήκαμε στην κολυμβήθρα του αγώνα. Έχουμε μπροστά μας αγώνα δύσκολο, αλλά νικηφόρο» προσπάθησε να μεταδώσει την αισιοδοξία ότου ότι το παιχνίδι των εκλογών δεν έχει χαθεί για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Συγκεκριμένα τόνισε: «Όποιος νομίζει ότι η μάχη κρίθηκε κάνει τεράστιο λάθος. Όσοι ράβουν κουστούμια θα μείνουν με τον ράφτη. Το πρωί της 7ης Ιουλίου, οι κάλπες θα είναι άδειες. Και θα τις γεμίσουμε εμείς. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που διψούν για ζωή. Κάθε γενιάς, κάθε κοινωνικής καταγωγής, κάθε πολιτικής διαδρομής. Μπορούμε να το πετύχουμε με μόνη προϋπόθεση να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας και ο ελληνικός λαός να πιστέψει στις δικές του δυνάμεις. Αυτός ο αγώνας μπορεί να κερδηθεί με βαθιά ψυχική ενότητα και δύναμη.
Μπορούμε να τους διαψεύσουμε ξανά, μπορούμε να πετύχουμε τη μεγαλύτερη και εκλογική ανατροπή στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Αν όχι εμείς, ποιοι; Αν όχι τώρα, πότε; Εμείς, λοιπόν, εδώ και τώρα, θα γυρίσουμε το παιγνίδι. Όπως το 2015, με τρεις νίκες σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, θα κάνουμε και πάλι όλη την Ευρώπη να μιλάει για μας, για την Ελλάδα που αντιστέκεται, για την Ελλάδα που επιμένει και όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει».
Στα διλήμματα που επανέλαβε υπογράμμισε: «Τώρα καλούμαστε να αποφασίσουμε αν από αύριο θα συνεχίσουμε να βαδίζουμε μπροστά όλοι μαζί σε αυτή τη χώρα ή αν θα γυρίσουμε πίσω, ο καθένας μόνος του και όποιος αντέξει. Τώρα καλούμαστε να αποφασίσουμε αν επιθυμούμε να συνεχίσουμε όλοι μαζί στο δρόμο της ανάκαμψης, της ανάπτυξης, της οριστικής εξόδου από την κρίση, με δικαιοσύνη για όλους, με δικαιώματα για όλους, με προστασία για όλους ή θα γυρίσουμε πίσω στα χρόνια της χρεοκοπίας και του αυταρχισμού. Τα χρόνια της κυβέρνησης του κ. Σαμαρά, που κανείς δεν έχει ξεχάσει. Στα χρόνια της σκληρής λιτότητας, του κυνισμού και του αυταρχισμού».
Και στην συνέχεια θυμήθηκε να ξαναφορέσει το αντιμνημονιακό του κοστούμι που τόσα χρόνια είχε κλείσει στην ντουλάπα της Κουμουνδούρου και να επαναλάβει τα fake news σχετικά με το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας: «Η πραγματικότητα σήμερα είναι ότι έχουμε την πολυτέλεια, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, να διεξάγουμε εκλογές και να είναι ο ελληνικός λαός, και μόνο ο ελληνικός λαός αυτός, που θα αποφασίσει με ποιο σχέδιο θα κυβερνηθεί η χώρα. Ο λαός και όχι οι δανειστές και οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ.
Μητσοτάκης στο υπουργικό: Δεν έχουμε την πολυτέλεια του εφησυχασμού
Το δικό τους σχέδιο είναι εδώ, παρόλο που οι ίδιοι δεν είναι πια στη χώρα, και είναι το σχέδιο των πολιτικών μας αντιπάλων. Είναι το σχέδιο της ΝΔ, πιστό αντίγραφο των προτάσεων του ΔΝΤ, που με μάχες σκληρές αποτρέψαμε την εφαρμογή του κατά τις σκληρές διαπραγματεύσεις των τριών δύσκολων χρόνων, μέχρι και την έξοδο από τα μνημόνια.
Είναι ένα σχέδιο που μας το παρουσιάζουν βέβαια σε ωραίο αμπαλάζ. Με όμορφα λόγια, όμορφες λέξεις, εύηχα κλισέ και συνθήματα, περί δήθεν λιγότερων φόρων, αλλά δε μας λένε, αποφεύγουν σαν το διάολο το λιβάνι να μας πούνε τι κρύβεται πίσω από το όμορφο αυτό περιτύλιγμα. Δεν μας λένε ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο των δραστικών μειώσεων δαπανών, ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας ; Ποιος θα πληρώσει ξανά το μάρμαρο της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους και των απολύσεων ; Ποιος θα πληρώσει πάλι το μάρμαρο της εγκαθίδρυσης ξανά του νόμου του ισχυρού και μιας διαπλεκόμενης επιχειρηματικότητας, που θα φοροδιαφεύγει με οφσόρ και θα ξαναστήσει τη παράγκα της λεηλασίας των αναπτυξιακών δυνατοτήτων, των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της πατρίδας και της οικονομίας μας;.
Στο κοινωνικό κράτος το πρόγραμμα της Ν.Δ. προκαλεί τρόμο. Το λένε καθαρά: Περικοπή δαπανών. Δήθεν λένε από τις σπατάλες. Εμείς όμως συμμαζέψαμε τα οικονομικά του κράτους, κόψαμε τη σπατάλη και γι’ αυτό πετύχαμε πλεονάσματα. Από που θα κόψουν λοιπόν; Η απάντηση είναι απλή: Από τις συντάξεις. Από επιδόματα. Από τα νοσοκομεία. Από την πρόνοια. Νομίζω ότι όποιος δεν προσγειώθηκε στην Ελλάδα το 2015, ξέρει επακριβώς την απάντηση».