Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάποια μακροπρόθεσμη στρατηγική σύλληψη πίσω από όσα συμβαίνουν: Οι δημοσκοπήσεις επηρεάζουν αρνητικά το κλίμα στο Μέγαρο Μαξίμου, διάθεση για εξάντληση της τετραετίας υπάρχει, όπως επίσης ελπίδα ότι οι πιστωτές θα δείξουν επιείκεια λόγω της κακής κατάστασης στην Ε.Ε. και των αλλεπάλληλων εκλογών που θα γίνουν τους επόμενους μήνες (Ισπανία, Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία, ίσως και Ιταλία). Υπάρχει επίσης η προσδοκία ότι μπορεί όλα να πάνε καλά, δηλαδή να εκταμιευθεί η υποδόση των 2,8 δισ. έως το τέλος Σεπτεμβρίου, να αρχίσει μετά η δεύτερη αξιολόγηση και για να ολοκληρωθεί έως τον Δεκέμβριο και στη συνέχεια να γίνει η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), μια συμφωνία για το χρέος και έξοδος στις αγορές, αφού, στο μεταξύ, στις αρχές του 2017 καταγραφεί το πέρασμα από την ύφεση στην ανάπτυξη.
Υπάρχει, όμως, και το ακριβώς αντίθετο ενδεχόμενο: Οι θεσμοί να αδιαφορήσουν πλήρως για το ελληνικό ζήτημα λόγω των άλλων μεγάλων προβλημάτων στο ευρωπαϊκό και το πλανητικό επίπεδο, οι διαπραγματεύσεις να μην καταλήγουν, τα χρήματα να μην έρχονται, τα ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου να μειώνονται, το πρόγραμμα να μη βγαίνει και να γίνουν αναπόφευκτα τα νέα μέτρα με «κόφτη» ή χωρίς στο προσκήνιο. Σε κάθε περίπτωση, το πιθανότερο είναι ότι κάποια στιγμή μέχρι το τέλος της χρονιάς τα πράγματα θα φτάσουν ξανά στο όριό τους, είτε γιατί θα υποχρεωθούμε σε υπερβολικά πρωτογενής πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2020 είτε γιατί το ΔΝΤ για να μείνει στο πρόγραμμα θα απαιτεί απολύσεις στο Δημόσιο και μειώσεις συντάξεων είτε γιατί το Βερολίνο θα συγκρούεται με το ΔΝΤ για τη μείωση του ελληνικού χρέους είτε γιατί θα διαπιστώνεται ότι σύντομα θα χρειαστεί τέταρτο πακέτο για τη χώρα μας, το οποίο δεν θα εγκρίνεται από τα εθνικά Κοινοβούλια της ευρωζώνης.
Αστάθμητοι παράγοντες είναι οι εκθέσεις βιωσιμότητας του χρέους από ΕΚΤ και ΔΝΤ, αλλά και οι αποφάσεις του ΔΝΤ για την παραμονή του ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα που αναμένονται στο τέλος του χρόνου. Δεν είναι εύκολο, εξάλλου, να αντιληφθεί κανείς πως το Βερολίνο θα κάνει παραχωρήσεις προς την Αθήνα, ενώ η ανθελληνική Εναλλακτική για τη Γερμανία πιέζει όλο και περισσότερο το κόμμα της Γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ, που θα διεκδικήσει μια ακόμη νίκη στις εκλογές του επόμενου Σεπτεμβρίου.
Η κατάσταση είναι τόσο ρευστή, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο, ώστε δύσκολα μπορεί κανείς να δει μπροστά. Η κοινή λογική λέει ότι σε συνθήκες τόσο μεγάλης αβεβαιότητας και σε μια χώρα που μπορεί με ακρίβεια να περιγραφεί σαν φτερό στον άνεμο, το τυχαίο αποκτά πολύ μεγάλη σημασία και κάτι μικρό μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε κάτι μεγάλο. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μεγάλη φθορά της κυβέρνησης, αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αποκτήσει σαρωτική δυναμική, υποχώρηση των δυνάμεων του ενδιάμεσου χώρου, ενδυνάμωση του ευρωσκεπτικισμού και του αντισυστημισμού, ενίσχυση του ρεύματος της αποχής, της απάθειας, της αδιαφορίας, της αίσθησης ματαιότητας και ματαίωσης. Όλα αυτά μαζί τίποτα καλό δεν μπορεί να σημαίνουν, ενώ δεν επιτρέπουν στέρεες προβλέψεις και εκτιμήσεις για το ορατό μέλλον.
Αγγελική Σπανού
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής.