Αναλυτικά αναφέρονται τα εξής:
1. Έχοντας πάντα ως απαρέγκλιτη προτεραιότητα την προάσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στο ακέραιο, η Ελλάδα επέμεινε σταθερά στο δρόμο της διπλωματίας, διατηρώντας ανοιχτούς πολυεπίπεδους διαύλους με την Τουρκία τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ότι έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία αυτήν την περίοδο.
Κρίσιμες στο πλαίσιο αυτό ήταν:
– Οι τρεις επισκέψεις του Πρωθυπουργού στην Τουρκία το 2015-2016 και οι συναντήσεις ΥΠΕΞ που συνεισέφεραν καθοριστικά στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, την οικοδόμηση της ευρωτουρκικής στρατηγικής σχέσης και την προώθηση των συνομιλιών για το Κυπριακό.
– Η στήριξη στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Τουρκίας κατά την απόπειρα πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 2016.
– Η σταθερή στήριξη στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και στη διατήρηση των ευρωτουρκικών διαύλων.
– Η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου για πρώτη φόρα μετά από 65 χρόνια στην Αθήνα.
– Η μη προσχώρηση της Ελλάδας στη λογική επιβολής οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία κατά την τελευταία περίοδο.
2. Στο πλαίσιο αυτών των διμερών σχέσεων, εντάθηκαν οι επαφές μέσω όλων των υφιστάμενων διαύλων (Πρωθυπουργός, Υπουργός Εξωτερικών, Γενικός Γραμματέας Υπουργείου Εξωτερικών, Ελληνικές Διπλωματικές και Προξενικές Αρχές στην Τουρκία, Α/ΓΕΕΘΑ) προς την Τουρκία για την απελευθέρωση των δυο στρατιωτικών και αναδείχτηκαν οι επιπτώσεις που είχε η παράνομη κράτηση τους.
Κυρίως, το θέμα συζητήθηκε εκτενώς στη συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, στο περιθώριο της Συνόδου ΝΑΤΟ, η οποία κράτησε πάνω από 1,5 ώρα.
Μία συνάντηση την οποία ορισμένα ΜΜΕ στη χώρα μας, μέσα στον αντιπολιτευτικό τους οίστρο, έσπευσαν τότε να χαρακτηρίσουν ως αποτυχία. Τη στιγμή μάλιστα που έπειτα από εκείνη τη συνάντηση ο Πρωθυπουργός είχε δηλώσει: «Κατ’ αρχάς τα λόγια μου είναι μετρημένα, ωστόσο πρέπει να σας πω ότι βγαίνοντας από τη συνάντηση έχω περισσότερες ελπίδες από ότι πριν μπω στη συνάντηση αυτή. Δεν ήταν μια εύκολη συνάντηση, γι’ αυτό διήρκησε σχεδόν δύο ώρες».
Ενώ στη συνέχεια, είχε αναφέρει σχετικά με τη συζήτηση που έγινε για το ζήτημα των δύο στρατιωτικών, στη συνέντευξη τύπου μετά τη Σύνοδο:
«Στον Πρόεδρο Ερντογάν, έδωσα να καταλάβει ή ελπίζω τουλάχιστον, ότι το ζήτημα των οκτώ δεν μπορεί να συσχετίζεται με το ζήτημα των δύο. Είναι άλλο θέμα όταν κάποιος ζητά άσυλο και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες και βεβαίως υπεύθυνη για τις αποφάσεις είναι η ανεξάρτητη σε ένα κράτος δικαίου, όπως η Ελλάδα, δικαιοσύνη και άλλο ζήτημα είναι αυτό που αφορά τη σύλληψη και την κράτηση δύο στρατιωτικών που κατά τη διάρκεια επιχείρησης ρουτίνας, που αφορά την επίβλεψη των συνόρων, πέρασαν κατά λάθος, κατά κάποια μέτρα στην άλλη πλευρά. Και εν τοιαύτη περιπτώσει αυτό που η ελληνική πλευρά ζητάει δεν είναι κάποια χάρη, αλλά να προχωρήσουν οι διαδικασίες. Και βεβαίως εφόσον οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, που δεν έχουν διαπράξει, να οριστεί η προβλεπόμενη διαδικασία, να δικαστούν και εν πάση περιπτώσει να μπορέσουν να επιστρέψουν στις οικογένειες τους».
Είναι προφανές τόσο δια της δήλωσης του Πρωθυπουργού όσο και εκ του αποτελέσματος τελικά, ότι για το ζήτημα αυτό η Ελλάδα ουδέποτε μπήκε σε παζάρια. Τονίστηκε ότι η ελληνική δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και ότι για τους 8 τούρκους στρατιωτικούς οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι για συμμετοχή στο πραξικόπημα, ακολουθήθηκαν και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες από τη δικαιοσύνη διαδικασίες. Την ίδια στιγμή που φυσικά, υποστηρίχτηκε σταθερά η θέση αρχών της χώρας μας ότι πραξικοπηματίες δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Ελλάδα.
Η συσχέτιση αυτών με τους δύο στρατιωτικούς, δεν υπήρξε ποτέ ως επιλογή για την ελληνική κυβέρνηση, αντιθέτως η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε μόνο από στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
3. Η Ελλάδα ανέδειξε σταθερά και δυναμικά το ζήτημα στις συνομιλίες με τους συμμάχους και εταίρους της και σε διεθνή και ευρωπαϊκά fora, ώστε να ασκήσει επιπλέον πίεση για επίλυση του ζητήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, το αίτημα για την απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών μας, εντάχθηκε στα Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβούλιου, σε Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παράλληλα, τέθηκε επιτακτικά από τους Προέδρους Τουσκ και Γιούνκερ στη Σύνοδο της Βάρνας, ενώ αναδείχτηκε επίμονα στο ΝΑΤΟ, τόσο από τον Πρωθυπουργό όσο και από τον Υπουργό Εξωτερικών και τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας.
Ενώ τέλος, το ζήτημα τέθηκε επανειλημμένως στις γερμανοτουρκικές και αμερικανοτουρκικές συνομιλίες ενώ τέθηκε και στη συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν τον Απρίλιο, αφού λίγες μέρες πριν είχε αναφερθεί σχετικά ο Πρωθυπουργός σε επικοινωνία του με τον Ρώσο Πρόεδρο.
4. Σημαντικός παράγοντας στην επίλυση του ζητήματος κατά την παρούσα περίοδο είναι και η προσπάθεια της Τουρκίας να επανεκκινήσει τις σχέσεις της με την ΕΕ και τα κράτη μελή της (αποκατάσταση σχέσεων με Ολλανδία, συνάντηση με Μέρκελ, προσέγγιση Αυστρίας), σε μια περίοδο που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε κρίση. Η Τουρκία προέβη σε αυτή την κίνηση αναγνωρίζοντας ότι το ανωτέρω ζήτημα είχε – μετά από τις ανωτέρω ελληνικές ενέργειες – καταστεί καίριας σημασίας για την επανεκκίνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Διαβάστε επίσης: Το παρασκήνιο και τα «κλειδιά» της αποφυλάκισης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]