Παράλληλα ο κ. Κουμουτσάκος επαναφέρει την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για τη θέσπιση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας για το οποίο τονίζει πως θα πρέπει να είναι ολιγάριθμο και απευθείας υπαγόμενο στον πρωθυπουργό της χώρας προσθέτοντας πως τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής απαιτούν υπερκομματική- εθνική προσέγγιση.
Ο κ. Κουμουτσάκος χαρακτηρίζει την στρατηγική της Τουρκίας ως «στρατηγική έντασης», επισημαίνοντας πως η κυβέρνηση εδώ και καιρό έχει προχωρήσει σε λανθασμένες εκτιμήσεις σχετικά με τις προθέσεις της ‘Αγκυρας. «Λανθασμένες εκτιμήσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σωστές πολιτικές. Όμως, τα πράγματα είναι σοβαρά και οι λάθος εκτιμήσεις και πολιτικές αφήνουν τη χώρα εκτεθειμένη», λέει χαρακτηριστικά.
Κάνοντας μάλιστα λόγο για επιπόλαιες κινήσεις της Αθήνας ο τομεάρχης Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας επισημαίνει πως στην υπόθεση των δύο στρατιωτικών υπήρξε από την πλευρά της κυβέρνησης τεράστιο έλλειμμα συντονισμού.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Γιώργου Κουμουτσάκου, βουλευτή Β΄ Αθήνας και τομεάρχη Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας στον Δημήτρη Κοτταρίδη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
ΕΡ. Μετά τον εμβολισμό σκάφους μας στα χωρικά ύδατα των Ιμίων και την παρεμπόδιση των γεωτρήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ με την απειλή χρήσης βίας, είχαμε το επεισόδιο στον Έβρο και τους γνωστούς τουρκικούς χειρισμούς. Πώς εκτιμάτε την τακτική που ακολουθεί η Τουρκία;
ΑΠ. Είναι στρατηγική έντασης. Έντασης που συνειδητά συντηρείται και η κλιμάκωσή της παραμένει υπαρκτό ενδεχόμενο. Σίγουρα πάντως δεν πρόκειται για μια «νευρική», περιστασιακή συμπεριφορά της Τουρκίας, όπως εδώ και καιρό έχει -λανθασμένα- εκτιμήσει η κυβέρνηση. Η αποδιδόμενη στην Τουρκία «νευρικότητα» υποδηλώνει ότι κάποιοι στην Αθήνα βλέπουν παροδικότητα και όχι σταθερότητα στην τουρκική συμπεριφορά. Έτσι, η Ελλάδα, σύμφωνα πάντα με αυτούς τους εμπειρογνώμονες, θα μπορούσε απλώς να περιμένει να «περάσουν τα νεύρα της ‘Αγκυρας». Πρόκειται για εκτίμηση το λιγότερο επιπόλαια, εάν όχι επικίνδυνα αφελή. Ειδικά μάλιστα όταν προέρχεται από δήθεν ειδήμονες περί τα διεθνή. Τους διαψεύδουν εκκωφαντικά οι εξελίξεις και τα γεγονότα. Λανθασμένες εκτιμήσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σωστές πολιτικές. Όμως, τα πράγματα είναι σοβαρά και οι λάθος εκτιμήσεις και πολιτικές αφήνουν τη χώρα εκτεθειμένη.
Η Νέα Δημοκρατία είχε εγκαίρως προειδοποιήσει. Η κυβέρνηση όμως, βυθισμένη σε πολιτική και διπλωματική επιπόλαιη αυταρέσκεια, δεν μπόρεσε να δει εγκαίρως τους κινδύνους, ούτε να λάβει σοβαρά υπόψη της τις προειδοποιήσεις μας.
ΕΡ. Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε την τουρκική πολιτική;
ΑΠ. Η στρατηγική Νταβούτογλου των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, έχει πλέον μουσειακή μόνον αξία. Όλα τα μέτωπα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι προβληματικά ανοικτά. Και η ‘Αγκυρα με λόγια και έργα συντηρεί την ένταση. Τούρκοι ιθύνοντες μιλούν για ταυτόχρονη διεξαγωγή «δυόμισι πολέμων», υπονοώντας τη Συρία, την Ελλάδα και το κουρδικό.
Η Τουρκία αυτής της εποχής Ερντογάν, κινείται με υπερβολική αυτοπεποίθηση, «μέθη ισχύος» την είχα χαρακτηρίσει παλαιότερα, και επιδιώκει σταθερούς γεωπολιτικούς στόχους. Στρατηγική της φιλοδοξία είναι να καταστεί η υπερδύναμη της ευρύτερης περιοχής τής Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό είναι εξαιρετικά δυσοίωνο. Πολλαπλώς αποσταθεροποιητικό και τελικά, επικίνδυνο.
ΕΡ. Απέναντι σε όλα αυτά τι προτείνετε εσείς;
ΑΠ. Μια συνδυαστική διπλωματική παρέμβαση που να ενεργοποιεί αποτελεσματικά εταίρους, συμμάχους και φίλια κράτη της περιοχής. Να αναδεικνύει όχι μόνον το περιστατικό, αλλά την ευρύτερη στρατηγική της Τουρκίας. Και βέβαια αναβαθμισμένη επιχειρησιακή αμυντική ικανότητα και ετοιμότητα αποτροπής της πατρίδας μας. Εννοείται βέβαια ότι οι στολές παραλλαγής των υπουργών δεν είναι αποτροπή. Ταυτόχρονα θεωρώ δεδομένο ότι πρέπει να συνεχίσουμε κάθε προσπάθεια επικοινωνίας και διαλόγου με την Τουρκία. Όχι ως πολιτική κατευνασμού αλλά ως υπεύθυνη πολιτική αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίου οφέλους με στήριγμα το διεθνές δίκαιο.
ΕΡ. Εκτιμάτε κι εσείς ότι τελικά πρόκειται για ομηρεία των Ελλήνων στρατιωτικών;
ΑΠ. Το ζήτημα δεν είναι τι εκτιμώ εγώ, αλλά τι εκτιμά η κυβέρνηση. Και μέχρι στιγμής έχουμε διαφορετικές εκτιμήσεις και τοποθετήσεις. ‘Αλλα ανέφερε το ΓΕΣ. ‘Αλλα ο αναπληρωτής ΥΕΘΑ, άλλα αποδίδονται στον υπουργό των Εξωτερικών και άλλα δηλώνει επισήμως ο ΥΕΘΑ. Κάθε κυβέρνηση που διαχειρίζεται μια τέτοια κρίση οφείλει τουλάχιστον να έχει μια ενιαία γραμμή. Αυτό είναι το θεμελιώδες σε κάθε εγχειρίδιο διαχείρισης κρίσεων. Σε κάθε περίπτωση όμως ο όρος ομηρεία υποδηλώνει την ύπαρξη ανταλλαγμάτων. Υπάρχει τέτοιο ζήτημα; Τι ζητά η ‘Αγκυρα και τι είναι διατεθειμένη να δώσει η ελληνική κυβέρνηση; Ό,τι κι αν ισχύει είναι προφανές ότι υπάρχει τεράστιο έλλειμμα συντονισμού. Η κυβέρνηση οφείλει απαντήσεις.
ΕΡ. Έχετε προτείνει τη σύσταση Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας- Κύπρου. Τι ακριβώς αφορά η πρότασή σας;
ΑΠ. Αντίστοιχα Συμβούλια Συνεργασίας υπάρχουν με πολλές χώρες ακόμα και με την Τουρκία. Ειδικά όμως με την Κύπρο, ειδικά αυτήν τη στιγμή, η σύσταση ενός τέτοιου αναβαθμισμένου «Ανώτατου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας» θα έστελνε σημαντικό μήνυμα, αλλά και θα αποτελούσε σοβαρό βήμα ουσίας για τον καλύτερο συντονισμό των ενεργειών μας, σε πολλά επίπεδα. Θα ενίσχυε την ήδη άριστη συνεργασία μας, αλλά και θα της προσέδιδε μεγαλύτερο, στρατηγικό θα έλεγα, βάθος. Η συγκυρία είναι τέτοια που απαιτεί ένα τέτοιο θεσμικό και ουσιαστικό βήμα μπροστά.
ΕΡ. Μια άλλη πρότασή σας αφορά στη θέσπιση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Τι μπορεί να προσφέρει όταν βλέπουμε πως θεσμοί που αφορούν τα μείζονα εθνικά μας ζητήματα υπολειτουργούν;
ΑΠ. Είναι μια πρόταση που έχουμε κάνει εδώ και καιρό από τη Νέα Δημοκρατία, μια πρόταση που και προσωπικά έχω υποστηρίξει πριν χρόνια. Στη σύγχρονη, σύνθετη και απαιτητική διεθνή πραγματικότητα η εξωτερική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας της χώρας οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να συνθέτει πολλές παραμέτρους. Όχι μόνον πολίτικες ή στρατηγικές, αλλά και οικονομικές, ενεργειακές, πολιτιστικές, καθώς και θέματα μετανάστευσης, διεθνούς τρομοκρατίας, παράνομης διακίνησης ανθρώπων, όπλων και ναρκωτικών. Απαιτείται λοιπόν συνολική θεώρηση. Σφαιρικός εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός. Σε αυτήν την ανάγκη ανταποκρίνεται ο θεσμός του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας που θα πρέπει να είναι ολιγάριθμο και απευθείας υπαγόμενο στον πρωθυπουργό της χώρας.
Χρειάζεται να συγκεντρώσουμε τους καλύτερους στην προσπάθεια να αναπτύξουμε την εξωτερική μας πολιτική και να θωρακίσουμε τα εθνικά συμφέροντα. Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση έχει μια αλλεργία στην αριστεία, όπως δείχνουν οι μικροκομματικές επιλογές της στη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης. Όμως τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής απαιτούν υπερκομματική- εθνική προσέγγιση.
ΕΡ. Ανησυχείτε για τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά;
ΑΠ. Υπάρχει πραγματική ανησυχία. Εδώ και μήνες διανύουμε μια περίοδο διαρκούς έντασης που παρουσιάζει επικίνδυνες κλιμακώσεις όπως στα Ίμια και τον Έβρο. Η διάρκεια αυτής της έντασης πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες ανθρωπίνου λάθους. Σε αυτό το περιβάλλον ένα λάθος μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο. Σε αυτό το πολύ δύσκολο περιβάλλον η κυβέρνηση δεν έχει φροντίσει καν για το αυτονόητο: Στα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής να έχει διαμορφώσει ένα ισχυρό και αρραγές εσωτερικό μέτωπο. Αντ΄ αυτού η κυβέρνηση επενδύει συστηματικά στην πόλωση και στον διχασμό. Και αυτό δεν είναι απλώς μικροπολιτική επιλογή. Είναι λάθος εθνικών διαστάσεων.
ΕΡ. Βλέπουμε τον τελευταίο καιρό διαρκή προσέγγιση Τουρκίας- Ρωσίας. Σας προβληματίζει;
ΑΠ. Το τελευταίο διάστημα γίνεται σαφές ότι η Τουρκία δεν είναι μόνο δύσκολος γείτονας που υιοθετεί επικίνδυνες τακτικές αλλά και αβέβαιος σύμμαχος για το ΝΑΤΟ και τη Δύση. Αυτό δεν μπορούμε να μη το λάβουμε υπόψη και στο κομμάτι που μας αφορά και να πράξουμε αναλόγως. Φαίνεται πάντως ότι η ‘Αγκυρα στην Ανατολική Μεσόγειο, επιδιώκει να ταυτίσει τα συμφέροντά της -ιδίως τα ενεργειακά- με αυτά της Μόσχας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Gazprom δεν εκδήλωσε ενδιαφέρον για τα οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ.
ΕΡ. Πώς βλέπετε το ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή της Ν/Α Ευρώπης και της Αν. Μεσογείου;
ΑΠ. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας δεν «παράγει» μόνον προκλήσεις, αλλά και σημαντικές ευκαιρίες, που απορρέουν από την κομβική της γεωπολιτική αξία στην Αν. Μεσόγειο σε ένα ευρύ πεδίο κρίσιμων τομέων όπως στην ασφάλεια, στην ενέργεια, στις μεταφορές, στην καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας, στο προσφυγικό. Εναπόκειται στην Ελλάδα να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα που διαθέτει για να συμβάλει στη σταθεροποίηση και στην οικονομική ανάπτυξη ολόκληρης της περιοχής της. Η σημερινή κυβέρνηση, εγκλωβισμένη σε ιδεοληψίες, ερασιτεχνισμό, τακτικισμούς και μικροκομματικές επιδιώξεις, δεν μπορεί να το κάνει.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]