«Πραγματοποιήθηκαν ορισμένες δομικές μεταρρυθμίσεις, μέσω των οποίων ελπίζουμε να προσελκύσει η Ελλάδα επενδύσεις, τις οποίες χρειάζεται οπωσδήποτε η χώρα, για να αναπτυχθεί εντονότερα. Βλέπουμε ήδη να αναπτύσσεται λίγο τώρα, αλλά οι μεταρρυθμίσεις είναι μια διαδικασία χωρίς σαφές σημείο τερματισμού. Μένουν πολλά να γίνουν ακόμα» σημειώνει η επικεφαλής του ΔΝΤ.
Ερωτηθείσα αν η απόφαση του ΔΝΤ αλλά και της ΕΕ να διασωθεί η Ελλάδα το 2010 προήλθε κυρίως από τη βούληση να σωθούν οι τράπεζες σαν την Deutsche Bank ή τη γαλλική BNP Paribas, η Κριστίν Λαγκάρντ τόνισε: «Πήρε χρόνο, μέχρι να μάθουμε ποια ήταν η πραγματική κατάσταση της Ελλάδας και πόσο αυξανόταν μήνα με το μήνα το χρέος. Επειδή μόνο λίγο-λίγο παίρναμε αυτές τις πληροφορίες. Αλλά μπορώ να σας πω ποια ήταν η πρώτιστη έγνοια μας. Οπωσδήποτε ήταν η ενίσχυση του τραπεζικού τομέα. Προς τούτο χρησιμοποιήσαμε διάφορα εργαλεία. Είτε με τη συμμετοχή σε τράπεζες, όπως έγινε στις ΗΠΑ με το πρόγραμμα TARP, είτε με ημικρατικοποίηση, όπως έγινε στη Μεγάλη Βρετανία. Ή με την επιβολή δανείων, όπως σε ορισμένες άλλες χώρες. Σε κάθε περίπτωση, ήταν η αποφασιστική μας προσπάθεια».
Τι συμβαίνει με την ιθαγένεια του Παύλου και τα σενάρια να μπει στα γαλάζια ψηφοδέλτια;
Στη συνέντευξή της η Κριστίν Λαγκάρντ επικρίνει το γερμανικό πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίου ως υπερβολικό και ζητά από τη Γερμανία νέες επενδύσεις. «Θεωρούμε μέρος του πλεονάσματος απόλυτα δικαιολογημένο… το επίπεδο όμως, στο οποίο έχει φτάσει τώρα, δεν δικαιολογείται», δήλωσε η πρόεδρος του ΔΝΤ. Τόνισε επίσης ότι η Γερμανία μπορεί να εκμεταλλευτεί τις επενδύσεις, για να αποτελέσει καλό ομαδικό παίκτη (teamplayer) στην παγκόσμια οικονομία. Οι επενδύσεις στην καινοτομία μειώνουν τις ανισότητες και ταυτόχρονα εξοπλίζουν τη Γερμανία για το μέλλον, δήλωσε η Λαγκάρντ.
Στη διαμάχη για την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων η Λαγκάρντ υποστήριξε τις ενέργειες της ΕΚΤ: «Πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ, κάθε Κεντρική Τράπεζα, πρέπει να δρα υποστηρικτικά για όσο χρόνο δεν έχει επιτευχθεί ο στόχος του πληθωρισμού». Μέχρι τότε θα πρέπει να διατηρεί τη χαλαρή νομισματική πολιτική της. Ωστόσο, η Λαγκάρντ τόνισε: «Όχι για πάντα».
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]