Στέλνει μήνυμα «ας μην μπερδεύουν κάποιοι την κυκλική ανάταξη με τη βιώσιμη ανάπτυξη» και επισημαίνει ότι επιλογή της Νέας Δημοκρατίας είναι η μείωση φόρων με χρήση ισοδυνάμων από την πλευρά των δαπανών.
Η Ελλάδα βγήκε στις αγορές ύστερα από 3 χρόνια και η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τώρα η πορεία θα έχει διάρκεια και δεν θα είναι κάτι «μεμονωμένο», όπως θεωρεί ότι συνέβη το 2014. Πώς σχολιάζετε τη θέση αυτή;
Πράγματι, η Ελλάδα ξαναβγήκε στις αγορές, με καθυστέρηση όμως 3 ετών. Η ευθύνη για το ότι η πορεία που ξεκίνησε το 2014 δεν είχε συνέχεια και διάρκεια βαρύνει αποκλειστικά τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία με την ανικανότητα, την ανευθυνότητα και τις ιδεοληψίες της έπληξε την αξιοπιστία της χώρας και επιβάρυνε πολύ την οικονομία της.
Το αποτέλεσμα είναι, εκτός της καθυστέρησης εξόδου στις αγορές, το υψηλό κόστος δανεισμού, αφού παρά το ευνοϊκό -τα τελευταία χρόνια- διεθνές περιβάλλον, τα ελληνικά ομόλογα δεν ακολούθησαν τα ευρωπαϊκά στη μείωση των αποδόσεων. Για να έχει τουλάχιστον από εδώ και πέρα συνέχεια η παρουσία της χώρας θα πρέπει η κυβέρνηση, εκτός της ανάγκης ύπαρξης μιας δομημένης στρατηγικής εξόδου στις αγορές, να ολοκληρώσει έγκαιρα τις επόμενες αξιολογήσεις, να υλοποιήσει διαρθρωτικές αλλαγές, να πραγματοποιήσει αποκρατικοποιήσεις και να ενισχύσει την αξιοπιστία της στο εξωτερικό. Δυστυχώς, το πρόσφατο παρελθόν δεν με κάνει αισιόδοξο.
Η Ν.Δ. έχει ζητήσει τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τις αποκαλύψεις του Βαρουφάκη αλλά και για τα δημοσιεύματα του Ελεύθερου Τύπου σχετικά με τις επαφές του κ. Τσίπρα με αξιωματούχους της Βενεζουέλας στη Μόσχα. Τι πιστεύετε ότι μπορεί να προκύψει από τις Επιτροπές αυτές;
Καθημερινά βλέπουν το φως της δημοσιότητας νέα στοιχεία γι’ αυτές τις υποθέσεις. Πολλά από αυτά προέρχονται από τους πρωταγωνιστές αυτών. Πρωταγωνιστές, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό, που με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους επιβάρυναν τη χώρα με ένα κόστος που εκτιμάται –διεθνώς- στα 100 δισ. ευρώ, με δύο αχρείαστα Μνημόνια και με 14,5 δισ. ευρώ νέα μέτρα λιτότητας.
Εμείς, ως Ν.Δ., δεν θα επιδοθούμε, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει, σε ένα «κυνήγι μαγισσών». Πρόθεσή μας είναι να θέτουμε προς διερεύνηση μη ερμηνεύσιμους με τη λογική χειρισμούς, που εγείρουν ερωτηματικά, τα οποία απαιτούν απαντήσεις. Απαντήσεις που πρέπει να δοθούν και θα δοθούν.
Ο πρόεδρος της Ν.Δ. έχει εξαγγείλει τη σταδιακή μείωση του ΕΝΦΙΑ και της φορολογίας εισοδήματος. Είναι εφικτή η εφαρμογή αυτών των μέτρων και δημοσιονομικά πώς μπορεί να καλυφθεί;
Σας απαντώ ξεκάθαρα πως ναι, είναι εφικτή. Κατ’ αρχάς, γιατί την ιδιοκτησία της δημοσιονομικής πολιτικής την έχει η εκάστοτε κυβέρνηση. Ιδεοληπτική εμμονή της κυβέρνησης είναι η υπερφορολόγηση των πολιτών. Δική μας επιλογή είναι η μείωση φόρων με χρήση ισοδυνάμων από την πλευρά των δαπανών.
Επίσης, κάθε πρόγραμμα εμπεριέχει δυνητικούς βαθμούς ευελιξίας, η χρήση των οποίων εξαρτάται από την αξιοπιστία της εκάστοτε κυβέρνησης. Να υπενθυμίσω, ενδεικτικά, ότι ορισμένα μέτρα λιτότητας που είχαν ψηφιστεί το 2012 ποτέ δεν υλοποιήθηκαν (π.χ. η εισφορά 2‰ υπέρ ΟΑΕΕ επί του τζίρου των επιχειρήσεων). Και φυσικά, το 2014, μειώθηκαν φορολογικοί συντελεστές, κάτι που δεν προβλεπόταν στη συμφωνία.
Τέλος, εμείς, όπως διαχρονικά έχει αποδειχθεί, μπορούμε να δημιουργήσουμε πληρέστερα τις συνθήκες ανάπτυξης της οικονομίας, να προχωρήσουμε στην αποπληρωμή οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, να υλοποιήσουμε ταχύτερα τις διαρθρωτικές αλλαγές και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Αρα, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για χαμηλότερους δημοσιονομικούς στόχους, άρα, για περισσότερο χώρο που θα αξιοποιηθεί για περαιτέρω φορολογικές ελαφρύνσεις.
Ο πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι τα δύσκολα πέρασαν για την οικονομία και ότι τώρα θα μπούμε σε μια αναπτυξιακή τροχιά. Ποια είναι η άποψή σας;
Πώς πέρασαν τα δύσκολα, όταν μέτρα ύψους άνω των 5 δισ. ευρώ, όπως είναι η δραστική μείωση του αφορολογήτου και η περικοπή κύριων και επικουρικών συντάξεων, δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί;
Πώς πέρασαν τα δύσκολα, όταν η αποδοχή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και για μετά το 2022, χωρίς υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, όπως προβλέπει μέχρι σήμερα η συμφωνία, θα οδηγήσει σε λιτότητα διαρκείας;Πώς πέρασαν τα δύσκολα, όταν οι «ωρολογιακές βόμβες» στα θεμέλια της οικονομίας, όπως είναι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες και δημόσιους φορείς, πολλαπλασιάζονται;
Η αλήθεια, συνεπώς, είναι ότι τα δύσκολα δεν πέρασαν. Βέβαια, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης βοήθησε ώστε η κατάσταση να βελτιωθεί, σε σχέση όμως με το χαμηλότερο σημείο στο οποίο η χώρα έφτασε επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ. Χωρίς ακόμη η οικονομία να έχει βρεθεί εκεί όπου ήταν το 2014. Οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητα της χώρας, η μείωση του κόστους δανεισμού των έντοκων γραμματίων, το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, το οικονομικό και καταναλωτικό κλίμα, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και μια σειρά από άλλους δείκτες το πιστοποιούν.
Και κάτι ακόμη: Ας μην μπερδεύουν κάποιοι την κυκλική ανάταξη με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Γιατί η σημερινή κυβέρνηση, όπως έχει αποδειχθεί, από αδυναμία, αβελτηρία και ατολμία, είναι ανίκανη να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Η κυβέρνηση θεωρεί επιτυχία ότι στη συμφωνία μπήκε η ρήτρα ανάπτυξης. Οσο μεγαλύτερη θα είναι η αύξηση του ΑΕΠ τόσο υψηλότερο θα είναι το ποσό που θα δίδεται για την εξυπηρέτηση του δανεισμού της χώρας. Ποια είναι η δική σας θέση σε αυτό το ζήτημα;
Η «ρήτρα ανάπτυξης», όπως αποφασίστηκε στο πρόσφατο Eurogroup και αποδέχθηκε η κυβέρνηση, αποτελεί ουσιαστικά «αντικίνητρο ανάπτυξης». Διότι όσο περισσότερο θα αυξάνεται το εθνικό εισόδημα τόσο περισσότερο το μέρισμα της ανάπτυξης δεν θα πηγαίνει στους πολίτες, αλλά στους δανειστές.
Εμείς πιστεύουμε ότι η επίτευξη υψηλότερου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, δημιουργώντας περιθώριο για χαμηλότερους δημοσιονομικούς στόχους, οι οποίοι με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν το χώρο για μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών.
Επίσης, οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης θα ενισχύσουν τα δημόσια έσοδα, διευκολύνοντας έτσι την επίτευξη των πιο ρεαλιστικών δημοσιονομικών στόχων, χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας στα οποία η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η «ρήτρα ανάπτυξης» θα πρέπει να λειτουργήσει επ’ ωφελεία της ελληνικής κοινωνίας, η οποία έχει σηκώσει και όλο το βάρος της επώδυνης προσαρμογής, όπως – τουλάχιστον λεκτικά- διεθνώς αναγνωρίζεται.
Η κυβέρνηση κυνηγάει την «αριστεία» και επαναφέρει παθογένειες του παρελθόντος στην Παιδεία
Τις προηγούμενες ημέρες ψηφίσθηκε το νομοσχέδιο για τη λειτουργία των ΑΕΙ. Γιατί η Ν.Δ. το καταψήφισε; Τι θα γίνει με τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων;
Η Ν.Δ. το καταψήφισε, διότι πρόκειται για μια εσωστρεφή παρέμβαση, η οποία εστιάζει, κυρίως, σε διευθετήσεις μεταξύ ομάδων επιρροής και δεν βρίσκεται σε αντιστοίχιση προς τη δυναμική των καιρών και τις ανάγκες των πεδίων της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας.
Συγκεκριμένα, δεν προωθεί την αξιολόγηση των ιδρυμάτων και των συνιστωσών τους, δεν προωθεί την εξωστρέφεια και τη διεθνοποίηση, δεν προωθεί ένα πιο σύγχρονο σύστημα αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων, «κυνηγάει» την αριστεία και επαναφέρει παθογένειες και στρεβλώσεις του παρελθόντος.
Ως προς τη δημόσια χρηματοδότηση, επειδή σε κάθε οικονομία οι πόροι είναι περιορισμένοι, και όταν αυτοί επενδύονται πρέπει να έχουν υψηλή αποδοτικότητα, απαιτείται να αλλάξουμε το δόγμα. Από το «περισσότερα χρήματα» να περάσουμε, συνειδητά, στο δόγμα «περισσότερα χρήματα ναι, αλλά με πολύ περισσότερο και αξιολογούμενο έργο». Μόνο τότε οι κρίσιμοι αυτοί τομείς θα αποδώσουν περισσότερο ως επενδύσεις και θα συμβάλουν ακόμη περισσότερο στη βιώσιμη ανάπτυξη και την ευημερία. Αρκετά πια με τις αόριστες και ατεκμηρίωτες ιδεοληψίες.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΤΣΑΒΟΥ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής