Εκτός από την κριτική του για τη Νέα Δημοκρατία (αλλά και το ΠΑΣΟΚ), ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης μιλά για την έξοδο στις αγορές και τους τρεις άξονες στους οποίους θα ρίξει όλο το βάρος της η κυβέρνηση. Υπογραμμίζει το σοβαρό επενδυτικό σχέδιο της κυβέρνησης αφενός, το επενδυτικό ενδιαφέρον αφετέρου.
Ερωτηθείς από τη «Νέα Σελίδα» για τη στάση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εκτιμά ότι «ο κ. Σακελλαρίου παρασύρθηκε από την επικοινωνιακή καταιγίδα των τελευταίων εβδομάδων».
Ενώ με αφορμή όσα ισχυρίζεται ο Γ. Βαρουφάκης, επισημαίνει ότι «ήταν η μάχη ενός ολόκληρου λαού και κρίθηκε στο πεδίο των συσχετισμών δύναμης. Δεν ήταν αγώνας που θα μπορούσε να έχει αλλάξει αποτέλεσμα με εξυπνάδες. Το ότι η ΝΔ αξιοποιεί τον κ. Βαρουφάκη είναι πασιφανές. Δεν θεωρώ ότι ο ίδιος το επιδιώκει, αλλά σίγουρα το αποδέχεται», προσθέτει.
Ολόκληρη η συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας και κυβερνητικού εκπροσώπου έχει ως εξής:
Ηταν επιτυχημένη η πρώτη έξοδος στις αγορές και γιατί; Πόσες ακόμα έχετε στόχο να πραγματοποιηθούν έως το τέλος του προγράμματος; Πότε θα γίνει η επόμενη; Μπορεί και πριν από το τέλος του χρόνου;
Η έξοδος στις αγορές ήταν το πρώτο βήμα μιας στρατηγικής για την οριστική ανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος. Η επιτυχία της έκδοσης είναι αποφασιστικής σημασίας για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Και αυτό είναι το κύριο κριτήριο στη βάση του οποίου πρέπει να την αποτιμήσουμε. Το γεγονός, βεβαίως, ότι καταφέραμε και μια χαμηλή απόδοση του ομολόγου προσθέτει στην επιτυχία. Αυτό που επίσης αποτιμήθηκε θετικά, αν και προσέθεσε στον βαθμό δυσκολίας, είναι ότι δεν είχαμε μια συναλλαγή απλώς για την άντληση νέου χρήματος, αλλά και ανταλλαγή των ομολόγων λήξης του 2019. Ηταν στην πραγματικότητα η πρώτη αυτοδύναμη πράξη διαχείρισης του ελληνικού χρέους εδώ και μία δεκαετία, που μειώνει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του 2019, δημιουργώντας έναν καθαρό διάδρομο. Η συμμετοχή, εξάλλου, στην έκδοση πλήθους μεγάλων ξένων επενδυτών -και όχι μόνο επιθετικών funds- σηματοδοτεί τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Αυτό νομίζω ότι είναι το σημαντικότερο και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συνεχίσουμε σε αυτή την κατεύθυνση και μέχρι το τέλος του χρόνου ενδεχομένως να κάνουμε και το δεύτερο βήμα.
Ο πρωθυπουργός είπε ότι η Ελλάδα επιθυμεί καθαρή έξοδο από την επιτροπεία τον Αύγουστο του 2018, χωρίς καν προληπτική γραμμή πίστωσης. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέρος των χρημάτων που θα αντληθούν από τις αγορές θα χρησιμοποιηθεί για να χτιστεί ένα μαξιλάρι έως τότε; Αν ναι, πόσα λεφτά πρέπει να μπουν την άκρη; Τι γίνεται με το όριο για το ύψος του χρέους που προσδιόρισε το ΔΝΤ στην έκθεσή του;
Πράγματι, ο στόχος μας είναι μια καθαρή έξοδος για να περάσουμε από τη φάση της επιτροπείας των μέσων στη φάση της εποπτείας επί των στόχων. Η απόφαση του Eurogroup, εξάλλου, δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς συμφωνήθηκε η δημιουργία ενός αποθεματικού σε συνεργασία με τους θεσμούς -και ειδικά με τον ESM- που θα υποστηρίζει τις εξόδους μετά το τέλος του προγράμματος. Οι τεχνικές λεπτομέρειες για την υλοποίηση αυτής της απόφασης αλλά και το ύψος του ποσού θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές μέχρι και την ολοκλήρωση του προγράμματος. Οσο για το θέμα του ορίου που έχει θέσει το ΔΝΤ, δεν εκτιμώ ότι θα δημιουργήσει πρόβλημα. Πρόκειται για ένα τεχνικό ζήτημα που ήδη διευθετείται.
Τελικά αποδείχτηκε ότι κάθε αξιολόγηση είναι δυσκολότερη από την προηγούμενη, παρά τις προσδοκίες για το αντίθετο. Θα επιταχυνθεί η διαδικασία των αξιολογήσεων;
Οι δυσκολίες που προέκυψαν στη δεύτερη αξιολόγηση δεν είχαν να κάνουν με θέματα που προϋπήρχαν, αλλά με την ιδιαίτερη κατάσταση που δημιουργήθηκε λόγω των απαιτήσεων του ΔΝΤ. Με δεδομένο ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν, δεν αναμένεται, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να προκύψει δημοσιονομικό ζήτημα στις επερχόμενες αξιολογήσεις. Αρα υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την έγκαιρη και χωρίς αναταράξεις ολοκλήρωσή τους.
Αντώνης Σαμαράς: Το παρασκήνιο της διαγραφής του και οι τρεις ατάκες που έσπασαν το ραγισμένο γυαλί
Δεν σας φοβίζουν τα μέτρα -κι ας συνοδεύονται από αντίμετρα- που θα εφαρμοστούν το 2019; Το ΔΝΤ ζητά να έρθουν νωρίτερα τα μέτρα και να μετατεθούν τα αντίμετρα…
Το ΔΝΤ έχει αναγκαστεί να αναθεωρήσει προς τα πάνω τις προβλέψεις του τόσο για το 2016 όσο και για το 2017. Ξέρετε, εξάλλου, ότι μετά τις συνεχόμενες αστοχίες του από το 2010 μέχρι το 2015, όταν οι προβλέψεις του αποδεικνύονταν εκ των υστέρων υπεραισιόδοξες, το Ταμείο έκανε στροφή 180 μοιρών και άρχισε να κάνει προβλέψεις που κινούνταν στο όριο της καταστροφολογίας. Δεν θέλω, φυσικά, να πιστέψω ότι αυτή η τακτική ενείχε πολιτική σκοπιμότητα και θεωρώ ότι στο τέλος και το Ταμείο θα ισορροπήσει σε μια ρεαλιστική γραμμή. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι στόχοι θα επιτευχθούν, το 2019 θα εφαρμοστούν τόσο τα μέτρα όσο και τα αντίμετρα, και θα μπορεί ο καθένας να αποτιμήσει τη διαπραγματευτική ικανότητα της κυβέρνησης όχι στη βάση των σεναρίων και της κινδυνολογίας, αλλά επί των πραγματικών αποτελεσμάτων.
Και η επόμενη μέρα για την κυβέρνηση; Ποιοι είναι οι στόχοι για τη διετία που ακολουθεί;
Νομίζω ότι έχουν γίνει καθοριστικά βήματα για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος και η οικονομία ήδη έχει περάσει σε φάση ανάκαμψης, επομένως περνάμε σε μια νέα μέρα. Οι βασικές μας προτεραιότητες κατανέμονται τώρα σε τρεις άξονες: ανάκτηση της εμπιστοσύνης και αποδέσμευση από την ανάγκη δανεισμού από τον ΕSM, επιτάχυνση της ανάκαμψης και ανάκτηση της εργασίας με αξιοπρεπείς συνθήκες και μισθούς και, τέλος, ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους. Νομίζω ότι και στα τρία πεδία οι διαχωριστικές γραμμές με τη ΝΔ είναι ευκρινείς. Από τη μια, ένα σοβαρό στρατηγικό σχέδιο που επιδιώκει η ανάπτυξη να έχει κοινωνικό πρόσημο με αναδιανομή εισοδημάτων και ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων και, από την άλλη, οι εξαλλοσύνες ενός παρωχημένου και αντικοινωνικού νεοφιλελευθερισμού που απέτυχε παταγωδώς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Η ανάπτυξη και η μείωση της ανεργίας τίθενται ως βασικές προτεραιότητες για τη χώρα. Πιστεύετε ότι θα ανταποκριθούν οι επενδυτές; Η κυβέρνηση θέτει κριτήρια για το ποιες θα προχωρήσουν;
Αυτή τη στιγμή το επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χώρα είναι πολύ μεγάλο. Οι επενδυτές ήδη έχουν αρχίσει να ανταποκρίνονται και αυτό φαίνεται από την ανάκαμψη όλων των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, από τη βιομηχανική παραγωγή μέχρι τις εξαγωγές και την ιδιωτική κατανάλωση. Αυτό που προέχει τώρα είναι να αξιοποιηθεί το momentum ώστε να προσανατολιστούν τα επενδυτικά κεφάλαια σε επενδύσεις που θα έχουν προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία. Η κυβέρνηση έχει επεξεργαστεί το σχέδιο για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου και έχει θέσει τόσο κλαδικές όσο και τοπικές προτεραιότητες, τις οποίες θέτει στον δημόσιο διάλογο μέσα από τα περιφερειακά αναπτυξιακά συνέδρια. Για πρώτη φορά, λοιπόν, η χώρα πορεύεται με ένα συμπαγές αναπτυξιακό σχέδιο και όχι με κριτήριο την ενίσχυση φίλων και συνοδοιπόρων. Αυτό το βλέπουν οι επενδυτές και το αξιολογούν θετικά.
Η ανάπτυξη που προσδοκά η κυβέρνηση τα επόμενα δύο χρόνια δεν αποδίδει άμεσα κοινωνικούς καρπούς. Πώς σκέφτεστε να ισορροπήσετε τον ενδιάμεσο χρόνο;
Νομίζω ότι αυτό είναι ένα κλισέ που, αν και έχει μια δόση αλήθειας, όπως όλα τα κλισέ, δεν αποδίδει πιστά την πραγματικότητα. Οι 300.000 περισσότερες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί έχουν άμεση κοινωνική απόδοση. Αλλάζουν εδώ και τώρα τις ζωές ανθρώπων που βγαίνουν από το σκοτάδι της ανεργίας και αντιστρέφουν την εικόνα μιας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών, που ήταν και η χειρότερη συνέπεια της κρίσης. Οπως επίσης και το γεγονός ότι 2,5 εκατομμύρια ανασφάλιστοι έχουν πρόσβαση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας ή ότι εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις θα αξιοποιήσουν τον νέο νόμο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Ολα αυτά παράγουν αποτελέσματα και ανακουφίζουν εκατομμύρια πολίτες. Και όσο περνά ο καιρός, ολοένα και περισσότερες πρωτοβουλίες θα παίρνουν σάρκα και οστά. Το σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, οι ρυθμίσεις για τους απλήρωτους εργαζόμενους αλλά και οι ρυθμίσεις για τα «μπλοκάκια» που πρόσφατα ανακοίνωσε το υπουργείο Εργασίας συγκροτούν μια δέσμη μέτρων που δημιουργεί ένα σοβαρό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας. Είναι, λοιπόν, σε αυτό το πεδίο όπου χαράσσονται οι διαχωριστικές γραμμές κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Παρά την πρόσκληση που απηύθυνε ο πρωθυπουργός μέσω της «Νέας Σελίδας» προς την Κεντροαριστερά για συνεργασία μετά το τέλος των μνημονίων, παρατηρούμε μια αυξανόμενη πολεμική από την πλευρά της Φώφης Γεννηματά και άλλων στελεχών του χώρου. Επιμένετε;
Το ΠΑΣΟΚ και η Δημοκρατική Συμπαράταξη αντιμετώπισαν ένα στρατηγικό δίλημμα και αποφάσισαν να συνεχίσουν τη σύμπλευση με τη Νέα Δημοκρατία. Εχω την εκτίμηση ότι αυτή η επιλογή θα βαθύνει την υπαρξιακή κρίση της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Δεν φαίνεται να ακολουθεί την τάση της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας να αμφισβητήσει, αλλού δειλά και αλλού με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή της και τη στρατηγική ευθυγράμμισή της με την ευρωπαϊκή Δεξιά. Νομίζω, βέβαια, ότι αυτή η ευρωπαϊκή τάση δεν είναι αποτέλεσμα απλώς και μόνο μιας πολιτικής απόφασης, αλλά και κοινωνικών διεργασιών από τις οποίες το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΣΥ απουσιάζουν. Αυτό εξηγεί, εξάλλου, και την πολιτική τους τύφλωση.
Η αντιπολίτευση και μερίδα των ΜΜΕ κατηγορούν την κυβέρνηση για «αντιθεσμική» συμπεριφορά έως και υπονόμευση της δημοκρατίας με αφορμή τη Δικαιοσύνη. Πώς το σχολιάζετε;
Η Νέα Δημοκρατία μετά τις 15 Ιουνίου αποφάσισε να αφήσει στην άκρη το καταστροφολογικό αφήγημα και να παραδοθεί άνευ όρων σε μια τρισχειρότερη αντιπολιτευτική γραμμή, που προσιδιάζει περισσότερο σε μορφώματα της Ακροδεξιάς και λιγότερο σε έναν σοβαρό κεντροδεξιό σχηματισμό. Τώρα επιχειρεί να δημιουργήσει την εικόνα μιας υποτιθέμενης θεσμικής κρίσης. Ωστόσο, επιμένω ότι άλλο η κριτική σε δικαστικές αποφάσεις και άλλο παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. Αν θέλουν η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης να βρουν παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, ας ανατρέξουν στο ιστορικό της κυβέρνησης που οι ίδιοι υπηρέτησαν. Θα ανακαλύψουν ενδιαφέροντα παραδείγματα, όπως την τροποποίηση των διατάξεων για την εκλογή προϊσταμένων στα δικαστήρια δύο μέρες πριν από τις δικαστικές εκλογές το 2014 επί υπουργίας του κ. Αθανασίου. Νομίζω όμως ότι μια σοβαρή συζήτηση επί του θέματος παρέλκει, καθώς είναι η ΝΔ που δεν είναι σοβαρή εν προκειμένω.
Πώς απαντάτε στον πρόεδρο του ΣτΕ, Νίκο Σακελλαρίου, ο οποίος κάλεσε τα κυβερνητικά στελέχη να σεβαστούν τη διάκριση των εξουσιών και να σταματήσουν την προσβλητική και όχι καλόπιστη κριτική στη Δικαιοσύνη;
Νομίζω ότι ο κ. Σακελλαρίου παρασύρθηκε από την επικοινωνιακή καταιγίδα των τελευταίων εβδομάδων.
Γιατί αποφεύγετε να απαντήσετε με λεπτομέρειες στα όσα καταλογίζει ο Γιάνης Βαρουφάκης;
Κανείς δεν αποφεύγει τίποτα. Τα γεγονότα και το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης του 2015 έχουν συζητηθεί εξαντλητικά, θα συνεχίσουν να συζητούνται και να κρίνονται. Ομως αυτή η μάχη απέναντι σε ένα οικονομικό και πολιτικό σύστημα εξουσίας, διεθνές και εσωτερικό, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την υποβιβάζουμε στο επίπεδο του μυθιστοριογραφικού κουτσομπολιού και της δήθεν αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας. Ηταν η μάχη ενός ολόκληρου λαού και κρίθηκε στο πεδίο των συσχετισμών δύναμης. Δεν ήταν αγώνας που θα μπορούσε να έχει αλλάξει αποτέλεσμα με εξυπνάδες.
Πιστεύετε ότι υπάρχει γενικότερο σχέδιο «αξιοποίησης» του πρώην υπουργού Οικονομικών, ίσως και εν γνώσει του;
Το ότι η ΝΔ αξιοποιεί τον κ. Βαρουφάκη είναι πασιφανές. Δεν θεωρώ ότι ο ίδιος το επιδιώκει, αλλά σίγουρα το αποδέχεται.
Είδαμε τον Ευάγγελο Βενιζέλο να ζητά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μην εγκρίνει ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Πώς το σχολιάζετε;
Οταν λέτε ότι πληθαίνουν οι επικρίσεις, εννοείτε από τον κ. Βενιζέλο, διότι δεν έχω ακούσει κάποιον άλλον. Οι απόψεις του κ. Βενιζέλου για το Σύνταγμα είναι αυτές που είναι και κρίνονται στη δημόσια συζήτηση μέχρι να αλλάξουν. Σημασία έχει η ουσία της συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση και είναι πάγια θέση μας ότι η Ελλάδα χρειάζεται μια συνταγματική αναθεώρηση που θα κινείται στην κατεύθυνση της εμβάθυνσης της δημοκρατίας, της αποτελεσματικότερης προστασίας ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά και στην επίλυση ζητημάτων που έχουν προκύψει από προηγούμενες αναθεωρήσεις, όπως η διάταξη για την ευθύνη των υπουργών, που αποτελεί «τραύμα» για το ελληνικό Σύνταγμα.
Ποια είναι τα συμπεράσματά σας από την πρώτη διετία διακυβέρνησης, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη δεύτερη;
Ενα από τα βασικά συμπεράσματα είναι ότι οι αγκυλώσεις της δημόσιας διοίκησης προϋποθέτουν μεγαλύτερη αποφασιστικότητα αλλά και ότι στη διαπραγμάτευση οι δανειστές δεν είναι παντοδύναμοι. Ολα εξαρτώνται από τους συσχετισμούς.