Ολα αυτά συμβαίνουν μετά από δύο χρόνια «πολέμου» με την πανδημία που χάραξε νέες δομές στον τομέα της Υγείας, παγιοποίησε την εξ αποστάσεως απασχόληση στην εργασία και έκανε πιο φανερή την κοινή τύχη των Ευρωπαίων.
Εστω και με τις δυσκολίες που υπάρχουν στη λήψη των αποφάσεων η Ε.Ε. καλείται να εφαρμόσει σημαντικότατες νέες πολιτικές στην αντιμετώπιση προβλημάτων από μολυσματικούς ιούς, στην αγροτική πολιτική από σοβαρές ελλείψεις σε βασικά αγαθά, στην ασφάλεια και άμυνα που κινδυνεύουν από μιλιταριστικές χώρες που θέλουν να επεκτείνουν τα σύνορα σε βάρος των γειτόνων τους. Η λίστα των αλλαγών που απαιτούνται μεγαλώνει και γίνεται πιο πιεστική όταν βλέπουμε ότι οι κρατικές δαπάνες κάθε χώρας στην Ευρώπη ξεπερνούν τα όρια των δημοσιονομικών στόχων, ενώ η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, προκειμένου να λειτουργήσει σωστά η οικονομία, είναι αδύνατο να γίνει σε σύντομο χρόνο.
Αναζητούνται λύσεις
Η επίλυση των προβλημάτων της καθημερινότητας που αντιμετωπίζουν κυρίως οι πολίτες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος είναι σε προτεραιότητα. Ποιο θα είναι το κόστος για να θερμανθούν τα σπίτια τον επόμενο χειμώνα; Πώς βγαίνουν οι υποχρεώσεις όταν η τιμή της κιλοβατώρας έχει πάρει φωτιά και μαζί με τις άλλες ανάγκες αφαιρούν πλέον δυσανάλογο ποσοστό από τον οικογενειακό προϋπολογισμό; Τα ενοίκια ανεβαίνουν και το μακρύ χέρι της εφορίας δεν λέει να σταματήσει να απειλεί. Υπάρχουν αποταμιεύσεις και εισόδημα για να καλυφθούν οι νέες ανάγκες; Υπάρχουν περιθώρια στην κυβέρνηση να προβεί σε μεγαλύτερη στήριξη των εισοδημάτων; Πολλά τα ερωτήματα και δύσκολη η λύση τους.
Εφέτος και του χρόνου θα υποστούμε πίεση στα εισοδήματα. Στον βαθμό που η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να στηρίζει τα εισοδήματα οι επιπτώσεις του πληθωρισμού θα κάμπτονται. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε όμως ότι η καθημερινότητα σε πολλούς τομείς «πονάει». Ο γενικός πληθωρισμός μπορεί να τρέχει σήμερα με ρυθμό 10,2%, αλλά στους επιμέρους δείκτες, όπως η στέγαση, οι μεταφορές, η διατροφή, που είναι οι πλέον συχνά επαναλαμβανόμενες δαπάνες και αναλώνουν το 72% του οικογενειακού προϋπολογισμού, η ακρίβεια είναι δυσβάσταχτη. Το θέμα του κόστους κίνησης είναι ιδιαίτερα επαχθές για όσους έχουν ανάγκη να χρησιμοποιούν καθημερινά το αυτοκίνητο και όχι τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Τα καύσιμα έχουν κάνει σημαντικότατο άλμα και το τελευταίο οκτάμηνο η τιμή βενζίνης και ντίζελ στην Ελλάδα «φιγουράρει» στις ανώτερες θέσεις της Ευρώπης μεταξύ των υψηλών εισοδημάτων των σκανδιναβικών χωρών, της Γερμανίας και άλλων. Αυτοί όμως μπορούν, εμείς όχι. Είναι γνωστό ότι οι διαφορές στις τιμές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης οφείλονται κατά βάση στη φορολογική πολιτική που η κάθε μια εφαρμόζει. Σε ορισμένες χώρες το μείζον είναι η μείωση της ρύπανσης εξ ου και η τιμή του ντίζελ είναι υψηλότερη από της βενζίνης. Στις φτωχότερες το ύψος του εισοδήματος υπαγορεύει χαμηλότερους φόρους, ενώ στην Ελλάδα ο λόγος των υψηλών τιμών είναι η ταμειακή διευκόλυνση του Δημοσίου.
Και όμως…
Ας αναλύσουμε πόσο υψηλό είναι σήμερα το κόστος της ενέργειας. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί πολύ καλύτερα όταν κοιτάξουμε τις τιμές των καυσίμων διαχρονικά σε σχέση με το μέγεθος του εισοδήματος. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι όταν ανεβαίνει το κόστος της ενέργειας, λόγω του ότι αυτοί που εξάγουν τα ορυκτά καύσιμα αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν τις ευνοϊκές συγκυρίες, η αύξηση ισοδυναμεί με φόρο που επιβάλλεται από τους παραγωγούς. Αυτό δεν έχει ασφαλώς σχέση με τους φόρους που βάζει η κάθε κυβέρνηση, απλά το αποτέλεσμα για τον καταναλωτή είναι το ίδιο.
Η διαχρονική τιμή της ενέργειας αποτυπώνεται από την εξέλιξη των τιμών του πετρελαίου. Οχι μόνο γιατί από το σύνολο των ενεργειακών καυσίμων είναι το κυριότερο, αλλά και γιατί οι τιμές του αερίου και του κάρβουνου συμβαδίζουν με τις μεταβολές της τιμής του πετρελαίου. Οπως φαίνεται λοιπόν στον πίνακα 3, την περίοδο από το 1970 έως σήμερα, η τιμή του πετρελαίου έχει κάνει ορισμένα μεγάλα άλματα την περίοδο 1974-1981 και από το 2008 και μετά. Τα τελευταία βέβαια χρόνια έχουμε ζωντανά στη μνήμη τις αυξήσεις στις πετρελαϊκές τιμές και τι σήμαναν για το εισόδημα. Δεν είναι όμως σωστό να πούμε ότι τα $114 το βαρέλι σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερο οικονομικό βάρος από ό,τι ίσχυε τη δεκαετία του 1970 που η τιμή κυμαινόταν από $2 έως $36 το βαρέλι. Και αυτό γιατί η αξία του χρήματος σήμερα δεν έχει καμία σχέση με ό,τι μπορούσε να αγοράσει η δραχμή ή το ευρώ προ δεκαετιών. Μόνο αφού αποπληθωρίσουμε τις τιμές πετρελαίου βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή οι χαμηλότερες τιμές του παρελθόντος μπορεί να συγκριθούν με το σήμερα. Αυτό κάναμε στον πίνακα 4, όπου έχουμε προσθέσει και το κατά κεφαλήν εισόδημα ώστε να φανεί η σχέση μεταξύ των υψηλότερων τιμών ενέργειας και του εισοδήματος. Η σύγκριση των ονομαστικών τιμών του πετρελαίου σε σχέση με τις πραγματικές με βάση το 2021, δείχνει καθαρά την οφθαλμαπάτη που δημιουργείται με τις τιμές του παρελθόντος. Αν αφαιρεθεί δηλαδή από τις τιμές του πετρελαίου ο πληθωρισμός και επίσης προσαρμόσουμε τις τιμές λαμβάνοντας υπόψη τις ισοτιμίες δραχμής-δολαρίου μέχρι το 2001 και δολαρίου-ευρώ στη συνέχεια, η εικόνα αλλάζει δραματικά. Πολύ σωστά τα άλματα στις τιμές το 1974 και το 1980 έχουν μείνει στην Ιστορία ως πετρελαϊκά σοκ. Σε σχέση λοιπόν με τις τότε τιμές η αύξηση στο πετρέλαιο σήμερα δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο.
Μόνο εφόσον συγκρίνουμε τις τιμές πετρελαίου με τα εισοδήματα τότε και τώρα η αλήθεια αποκαθίσταται. Από το 1970 έως το 1980 η τιμή του πετρελαίου ανέβηκε σε πραγματικούς όρους 8 φορές, ενώ το τελευταίο δωδεκάμηνο λιγότερο από 2 φορές. Την περίοδο εκείνη το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα σε πραγματικούς όρους ήταν μικρό και κατά μέσο όρο 12.000 ευρώ. Το άλμα των ονομαστικών τιμών του πετρελαίου την περίοδο 2008/12 δεν μας «κόστισε» και τόσο πολύ γιατί, παρά τα Μνημόνια, το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν κατά μέσο όρο 20.000 ευρώ. Παρόμοιο είναι το συμπέρασμα και όταν συγκρίνουμε την τωρινή άνοδο της τιμής του πετρελαίου με το μέσο εισόδημα που είναι 18.000 ευρώ. Το κεντρικό επομένως συμπέρασμα από τη σύγκριση των τιμών ενέργειας τα τελευταία 52 χρόνια είναι ότι, εφόσον μπορέσαμε να ξεπεράσουμε τα δύο πραγματικά μεγάλα σοκ ακρίβειας των τιμών ενέργειας τη δεκαετία του ’70, δεν μπορεί να είναι δυσκολότερο σήμερα. Αυτό το συμπέρασμα προφανώς πρέπει να μας δίνει αισιοδοξία για το μέλλον. Χωρίς αμφιβολία μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι εποχές έχουν και πολλά άλλα ποιοτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα λόγω της εξασθένισης των εισοδημάτων εξαιτίας των Μνημονίων. Ωστόσο σήμερα υπάρχει σημαντική χρηματική βοήθεια από τα προγράμματα της Ε.Ε. που δεν υπήρχε στο παρελθόν. Επίσης ήδη βρίσκεται σε εφαρμογή μια βεντάλια από εναλλακτικές πηγές ενέργειας που σταδιακά μπαίνουν σε εφαρμογή και βοηθούν στη μείωση του κόστους της ενέργειας.
Συμπεράσματα
Σήμερα βρισκόμαστε στην αιχμή του ενεργειακού προβλήματος. Υπάρχουν όμως βάσιμες ελπίδες ότι εφέτος θα έχουμε μια σταδιακή αποκλιμάκωση των πολύ υψηλών τιμών της ενέργειας. Τα μελλοντικά συμβόλαια στο φυσικό αέριο, το καύσιμο που ξεκίνησε την έκρηξη στις τιμές ενέργειας, έχουν τιμή $92 τη μεγαβατώρα στο τέλος του 2022 και $70 στο τέλος του 2023. Το πετρέλαιο ακολουθεί με μελλοντική τιμή συμβολαίων $90 το βαρέλι τον Δεκέμβριο του 2023. Η πραγματική βοήθεια θα έλθει όμως από την ανάπτυξη. Ο πολλά υποσχόμενος τομέας παραμένει ο τουρισμός και φαίνεται έτοιμος να επιτύχει νέο ρεκόρ εφέτος. Η ανοικοδόμηση ακολουθεί, η οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε εισαγωγές κεφαλαίων των Ευρωπαίων που ψάχνουν να εκμεταλλευτούν το ωραίο μας κλίμα. Οι δύο αυτοί κλάδοι μαζί με την αύξηση της παραγωγικότητας στην ψηφιακή τεχνολογία και ορισμένες εξειδικευμένες εξαγωγές τα τελευταία χρόνια αποτελούν μεγάλη ελπίδα για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, όπου τα υψηλότερα εισοδήματα θα μπορούν ευκολότερα να απορροφήσουν το υψηλότερο βάρος των τιμών ενέργειας και του πληθωρισμού.
Για τη χώρα μας δεν υπάρχει άλλη οδός παρά ο δρόμος που έχει χαραχθεί μέσα στην Ευρώπη. Κάθε παρέκκλιση, όπως καταλάβαμε στη διάρκεια του 2015, μας στοιχίζει πολύ ακριβά. Οι κατασταλαγμένες γραμμές προγραμμάτων της Ε.Ε. βοηθούν στην ανάπτυξη. Εκεί μπορούμε να διεκδικήσουμε τα ποσά και τα προγράμματα που μας αναλογούν βάσει των δικών μας ιδιαιτεροτήτων. Οσο πλησιάζει η ημέρα των εκλογών το θέμα της ανάπτυξης μπορεί να πέσει θύμα του λαϊκισμού. Οποια πολιτική παράταξη χαϊδεύει αφτιά και υπόσχεται δρόμους στρωμένους με ροδοπέταλα ουσιαστικά υπονομεύει το αύριο. Εφόσον παραμείνουμε ανεπηρέαστοι από εντυπωσιακά «δώρα» και κούφιες πολιτικές ιδεολογίες, η ανάπτυξη της οικονομίας θα είναι εντονότερη και επιτυχέστερη στο εγγύς μέλλον.