Το 2023 η οικονομία έκανε το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή. Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε κατά 11% του ΑΕΠ στο 160,5% του ΑΕΠ, από 171,6% στο τέλος του 2022. Παράλληλα, ως απόλυτο ποσό, το χρέος σταθεροποιήθηκε στα 357 εκατ. ευρώ αυξανόμενο μόνο κατά 400 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2022, όταν είχε φτάσει τα 356,6 δισ. ευρώ. Φέτος, αναμένεται να δούμε την πρώτη, ύστερα από δεκαετίες, μείωση του χρέους ως απόλυτο ποσό κατά 1 δισ. ευρώ, στα 356 εκατ. ευρώ από 357 εκατ. ευρώ που ήταν το 2023. Θα έχει, δηλαδή, μικρή μείωση που μένει να δούμε αν θα εξελιχθεί σε τάση.
Η ανάγκη για σταθερή και ταχεία μείωση του χρέους γίνεται φανερή από το… βάρος του στον προϋπολογισμό, πριν η Ελλάδα μπει στα μνημόνια και μετά το τέλος των προγραμμάτων διάσωσης το καλοκαίρι του 2018. Η Ελλάδα σταμάτησε να δανείζεται από τις αγορές στις αρχές τους 2010, έτος για το οποίο θα έπρεπε να δανειστεί για να πληρώσει τόκους ύψους 16,5 δισ. ευρώ. Παράλληλα, χωρίς το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης η Ελλάδα θα έπρεπε να βρει άλλα 25 δισ. ευρώ από τις αγορές για να καλύψει το δημοσιονομικό της έλλειμμα.
Το 2024, ύστερα από τρία μνημόνια και έχοντας η οικονομία επιστέψει στην ανάπτυξη, η Ελλάδα θα πρέπει να καλύψει τόκους κοντά στα 4,8 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 12 δισ. ευρώ λιγότερα από το 2010. Παράλληλα, επειδή η οικονομία παράγει πλέον σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, οι δανειακές ανάγκες έχουν περιοριστεί στα 5,5 δισ. ευρώ από 41,5 δισ. ευρώ.
Πακέτα βοήθειας
Η τεράστια αυτή αναστροφή επέτρεψε στην Ελλάδα να χρηματοδοτήσει μέτρα στήριξης 40 δισ. ευρώ για να αμβλύνει τις συνέπειες του κορονοϊού και στη συνέχεια τις επιπτώσεις από την ενεργειακή κρίση την περίοδο 2020-2023. Παράλληλα, μείωσε φόρους και εισφορές συνολικού ύψους 6,7-6,8 δισ. ευρώ. Φέτος, για πρώτη φορά η οικονομία επιτρέπει αύξηση των μισθών του Δημοσίου 10,4% κατά μέσο όρο, ενώ φέρνει και επιπλέον μέτρα αύξησης των εισοδημάτων για το σύνολο της οικονομίας ύψους 800 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, ενώ το χρέος μειώνεται, η άμυνα της χώρας ενισχύεται με εξοπλιστικό πρόγραμμα που βρίσκεται σε εξέλιξη, το οποίο αναμένεται να ξεπεράσει τα 15 δισ. ευρώ.
Ολα αυτά ενώ η οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί φέτος με ρυθμό 2,9% και πλέον τα εισοδήματα έχουν αρχίσει να αυξάνονται, με την ΤτΕ να προβλέπει για φέτος αυξήσεις στη μισθωτή εργασία κατά 7,1%. Οσο το χρέος μειώνεται τόσο η Ελλάδα θα απομακρύνεται από μια νέα κρίση χρέους, ενώ ταυτόχρονα το κράτος θα έχει περισσότερους πόρους.
Χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για το Δημόσιο, «δυνατές» τράπεζες
Σε δεύτερη ανάγνωση, το χαμηλότερο χρέος οδηγεί, μέσω των αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, σε χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο. Παράδειγμα αποτελεί το επιτόκιο του δεκαετούς που εκδόθηκε στις 30 Ιανουαρίου με επιτόκιο 3,75%, με την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα, έναντι επιτοκίου 4,75%, που είχε πετύχει έκδοση 10ετούς ομολόγου που είχε εκδοθεί στις 17 Ιανουαρίου 2023. Η διαφορά αυτή του επιτοκίου θα δώσει όφελος 85 εκατ. ευρώ σε τόκους για τα επόμενα 10 χρόνια.
Η αναβάθμιση του αξιόχρεου του Δημοσίου συμπαρασύρει και την αξιολόγηση των τραπεζών, οι οποίες θα μπορούν εφεξής να δανείζονται με πιο ευνοϊκούς όρους και θα μπορούν με τη σειρά τους να δανείσουν με χαμηλότερα επιτόκια την πραγματική οικονομία. Το κέρδος αυτό δεν έχει φανεί προς το παρόν, λόγω της συγκυρίας των υψηλών επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Περισσότερο ορατή είναι στον τομέα των εταιρικών ομολόγων, όπου μετά την επενδυτική βαθμίδα έχουν εκδοθεί ήδη ή πρόκειται να εκδοθούν τίτλοι ύψους 700 εκατ. ευρώ από εταιρίες οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν αξιολόγηση από έναν τουλάχιστον οίκο αξιολόγησης.
ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Η εξίσωση μείωσης σε ετήσια βάση κατά τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ για τα επόμενα 30 – 35 χρόνια
Βασική προϋπόθεση για σταθερή πτωτική πορεία του χρέους είναι να βρίσκεται σε ισχύ η πολιτική που βασίζεται σε υψηλή ανάπτυξη και σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα. Αν τηρηθεί αυτή η συνθήκη, η ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους θα είναι εγγυημένη, με ρυθμό τουλάχιστον κατά 3% του ΑΕΠ τον χρόνο μέχρι και το 2060.
Αυτή την πολιτική προσυπογράφει και η Τράπεζα της Ελλάδος. Μάλιστα, λόγω της εμπειρίας του, ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας, αναφερόμενος στο θέμα, θύμισε με τον τρόπο του ότι η πολιτική αυτή θα πρέπει να είναι κοινός τόπος και των μελλοντικών κυβερνήσεων και όχι μόνο της σημερινής. Μάλιστα, σημειώνοντας ότι το χρέος είναι σε σταθερά πτωτική τροχιά, σημείωσε με νόημα: «Ελπίζω βέβαια να μην αυτοκτονήσουμε στο μέλλον».
Το μέλλον
Δανειζόμενος τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους αποδεικνύει γιατί η μείωση του χρέους θα παραμείνει σταθερά πτωτική.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, το καθαρό επιτόκιο εξυπηρέτησης του συνόλου του χρέους από 1,2% το 2022 θα αυξηθεί οριακά στο 1,3% το 2024 και θα μείνει αμετάβλητο στα ίδια επίπεδα το 2025 και το 2026, για να διαμορφωθεί σε μέσα επίπεδα στο 2,8% μακροπρόθεσμα. Ως καθαρό επιτόκιο εξυπηρέτησης είναι το μέσο επιτόκιο, αν στο επιτόκιο που επιτυγχάνει με δανεισμό από αγορές, συνυπολογιστούν και τα κλειδωμένα επιτόκια του 1,5% για τα 2/3 του συνολικού χρέους της Ελλάδας που βρίσκεται σήμερα στα χέρια του επίσημου τομέα, δηλαδή την ευρωζώνη, τον EFSF και τον διάδοχό του, ESM.
Την ίδια ώρα, το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί 2,7% σε μέσα ετήσια επίπεδα για την τετραετία 2023-2026, για να υποχωρήσει μακροπρόθεσμα στο 1,5%. Ωστόσο, το ονομαστικό ΑΕΠ (δηλαδή το ΑΕΠ συν τον πληθωρισμό) επί του οποίου υπολογίζεται το ποσοστό του χρέους, θα είναι σε μέσα επίπεδα 5,42% την τετραετία 2023-2026, για να υποχωρήσει μακροπρόθεσμα στο 3,6% από το 2027 και μετά. Από αυτό αποδεικνύεται ότι το πραγματικό κόστος ετήσιας εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι αρνητικό, άρα το χρέος θα μειώνεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Στην εξίσωση του χρέους, στην πτώση με μορφή… χιονοστιβάδας, θα πρέπει να προστεθεί και το μέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα που θα φτάνει στο 2% του ΑΕΠ την περίοδο 2023-2026 και θα σταθεροποιηθεί στο 1,9% από το 2027 και μετά, που θα μπορεί, εκτός από το ποσοστό του ΑΕΠ, να μειώσει και το καθαρό υπόλοιπο του χρέους.
Με αυτά τα δεδομένα και αν δεν αλλάξει η πολιτική, θα έχουμε ετήσια μείωση του ΑΕΠ που θα ισούται με το ονομαστικό ΑΕΠ (δηλαδή το ονομαστικό ΑΕΠ + τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ) συν το πρωτογενές πλεόνασμα μείον το ετήσιο πραγματικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους. Αν δεν αλλάξει η ανάπτυξη ή το πρωτογενές πλεόνασμα ή το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους, το χρέος θα μειώνεται σε ετήσια βάση κατά τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ τον χρόνο για τα επόμενα 30-35 χρόνια.
Θετικό προφίλ στις αγορές
Ολα αυτά ενώ το ελληνικό χρέος διατηρεί ένα εξαιρετικά θετικό προφίλ στις αγορές. Το 2023 κλείνει με ταμειακά διαθέσιμα 30 δισ. ευρώ, τα οποία μπορούν να καλύψουν άνετα τις ανάγκες δανεισμού για άλλα 3 χρόνια.
Η μεσοσταθμική διάρκεια χρέους βρίσκεται λίγο πριν από το τέλος του 2023 στα 20 χρόνια, ενώ στη γειτονική Ιταλία και την Πορτογαλία είναι 7 χρόνια, στην Κύπρο και την Ισπανία 8 χρόνια, ενώ η Ιρλανδία μάς ακολουθεί από απόσταση με μεσοσταθμική διάρκεια χρέους 11 χρόνια.
Τέλος, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους βρίσκεται και θα παραμείνει κάτω από 10% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση για τουλάχιστον 30 χρόνια.
Τα ταμειακά διαθέσιμα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα ξεπερνώντας ακόμη τα 35 δισ. ευρώ, γεγονός που δίνει στην Ελλάδα δυνατότητα που δεν έχει καμία άλλη χώρα της Ε.Ε. Σε συνδυασμό και με τις πολύ χαμηλές δανειακές ανάγκες, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα η οποία μπορεί να επιλέγει πότε και με ποιους όρους θα δανειστεί.