Ο ακριβής χρόνος επίτευξης του στρατηγικού αυτού στόχου της κυβέρνησης είναι ασαφής, με τις εκτιμήσεις προς το παρόν να διίστανται. Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας έχει δηλώσει δημόσια ότι οι εκλογές δεν θα επηρεάσουν την πορεία της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα. Πιο πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έχει πει ότι η Ελλάδα μπορεί να αναβαθμιστεί πριν από τις εκλογές. Αλλοι πάλι πιστεύουν ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας δεν θα έρθει πριν ολοκληρωθεί ο εκλογικός κύκλος.
Οι οίκοι αξιολόγησης
Τεχνικά το μόνο που εκκρεμεί είναι ο ένας από τους τρεις οίκους αξιολόγησης (Standard & Poor’s, SCOPE, DBRS), που έχουν την Ελλάδα ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, να κάνει αναβάθμιση μίας κλίμακας, υποχρεώνοντας και τους άλλους δύο να αντιδράσουν ανάλογα, επαναφέροντας την Ελλάδα στη θέση που ήταν 12 χρόνια νωρίτερα, το 2010, όταν μπαίνοντας στην περιπέτεια των μνημονίων έχασε την επενδυτική βαθμίδα.
Το θετικό είναι ότι μέχρι και το τέλος Απριλίου η Ελλάδα θα μπορεί να αποδείξει με επίσημα στοιχεία ότι έχει ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις των οίκων αξιολόγησης για να προχωρήσουν στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας. Ειδικότερα, τα πάγια αιτήματα των οίκων αξιολόγησης είναι:
» Διατήρηση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης: Στις αρχές Μαρτίου η ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να ανακοινώσει την ανάπτυξη για το σύνολο του 2022 η οποία θα υπερβαίνει το 6%. Επιπλέον, η ανάπτυξη θα παραμείνει θετική και το 2023 (προβλέπεται ανάπτυξη 1,8%) έναντι οριακής ανάπτυξης 0,3% για το σύνολο της ευρωζώνης.
» Δημοσιονομική προσαρμογή: Η Ελλάδα θα πετύχει για το 2022 μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 1,6% του ΑΕΠ (αναμένεται να είναι πολύ χαμηλότερα λόγω της υπεραπόδοσης της οικονομίας) από 5% του ΑΕΠ το 2021. Το 2023 η Ελλάδα αναμένεται να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα εν μέσω διεθνούς ενεργειακής κρίσης. Σε ό,τι αφορά τον λόγο χρέους ως προς το ΑΕΠ από το 194,3% το 2021 θα έχει για το 2022 μείωση-ρεκόρ κατά 27,6% του ΑΕΠ, στο 168,9%. Το 2023 θα έχει περαιτέρω μείωση κατά 9,6%, στο 159,3% του ΑΕΠ. Ολα αυτά θα πιστοποιηθούν από την ΕΛΣΤΑΤ και τη Εurostat στα τέλη Απριλίου.
» Μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων: Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν στο 7,5% το 2022 από 12,5% το 2021 και έχουν προοπτική να μειωθούν περαιτέρω στο 5% στο τέλος του 2023. Ολα αυτά σε ένα περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων του ευρώ και οικονομικής επιβράδυνσης.
» Προώθηση μεταρρυθμίσεων: Η Ελλάδα εξήλθε από την κατάσταση της ενισχυμένης εποπτείας στις 21 Αυγούστου έχοντας ολοκληρώσει 16 επιτυχημένες αξιολογήσεις οι οποίες συνδέονταν με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Αυτό επικυρώθηκε από το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου το οποίο ενέκρινε μέτρα ελάφρυνσης του χρέους ύψους 6 δισ. ευρώ. Η προώθηση μεταρρυθμίσεων συνεχίζει να πιστοποιείται από την ταχύτητα υλοποίησης του προγράμματος «Ελλάδα 2.0.» που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η Ελλάδα είναι μέσα στις 4 πρώτες χώρες που έκαναν αίτημα για την καταβολή της 2ης δόσης και είναι η δεύτερη που έχει προκαταρκτική έγκριση από την Commission. Η δεύτερη δόση ύψους 5,67 δισ. ευρώ αναμένεται να εκταμιευτεί έως τις αρχές Φεβρουαρίου ενώ μέσα στον Μάρτιο αναμένεται να γίνει η αίτηση για την τρίτη δόση.
» Οι τελευταίες αμφιβολίες των οίκων αξιολόγησης αφορούν την πολιτική σταθερότητα αφού μεσολαβούν οι διπλές εκλογές. Οι βασικές ενστάσεις είναι η διάρκεια του εκλογικού κύκλου και οι καθυστερήσεις που θα υπάρξουν στην υλοποίηση κοινοτικών πρωτοβουλιών όπως το ΕΣΠΑ 2021-2027 και το Ταμείο Ανάκαμψης που είναι ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση θετικών ρυθμών ανάπτυξης.
ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ
Περισσότερα δάνεια με χαμηλότερα επιτόκια
Η αναβάθμιση μιας χώρας στην επενδυτική βαθμίδα συμπαρασύρει και το αξιόχρεο των τραπεζών, οι οποίες αυτόματα αποκτούν μεγαλύτερη φερεγγυότητα στον δικό τους δανεισμό. Οι τράπεζες δανείζονται είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα -βάζοντας ως ενέχυρο ομόλογα του Δημοσίου- είτε από άλλες τράπεζες. Μόλις η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα, η ΕΚΤ θα δέχεται τα ομόλογα που τις ενεχυριάζουν οι ελληνικές τράπεζες κοντά στην πραγματική τους αξία. Σήμερα, τα δέχεται με έκπτωση της τιμής τους κατά 40% δανείζοντας τις ελληνικές τράπεζες με μικρότερα ποσά.
Επίσης, με την επενδυτική βαθμίδα και οι άλλες τράπεζες θα δανείζουν τις ελληνικές με χαμηλό επιτόκιο. Δανειζόμενες πια με μικρότερα επιτόκια θα μπορούν και οι ίδιες να δίνουν περισσότερα δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις (αφού θα έχουν περισσότερο ρευστό) με χαμηλότερα επιτόκια αφού και οι ίδιες θα δανείζονται φθηνότερα. Στη σημερινή συγκυρία με τις συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων αν η χώρα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, οι εμπορικές τράπεζες θα έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες να… απορροφούν αυξήσεις επιτοκίων απ’ ό,τι τώρα.
Μειώσεις φόρων
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι δυνατό να φέρει και μειώσεις φόρων. Σε μια «τραπεζοκεντρική» οικονομία όπως είναι η ελληνική, τα νέα δάνεια που δίνουν οι τράπεζες κινούν την οικονομία. Οι επιχειρήσεις έχουν κεφάλαιο κίνησης για τις δραστηριότητές τους και τα νοικοκυριά έχουν χρήματα για κατανάλωση σε σπίτια, αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές. Ολα αυτά θα αυξήσουν το ΑΕΠ ταχύτερα αυξάνοντας ανάλογα και τα δημόσια έσοδα. Με την αύξηση των δημοσίων εσόδων, η εκάστοτε κυβέρνηση θα έχει το περιθώριο να μειώσει τους πολλούς και εν πολλοίς άδικους φόρους που φόρτωσαν σε πολίτες και επιχειρήσεις τα τρία διαδοχικά μνημόνια από το 2010 μέχρι και το 2018. Βεβαίως, ο ακριβής χρόνος και η ταχύτητα που θα γίνει αυτό θα αφορά την εκάστοτε συγκυρία.