Η Ελλάδα, σύμφωνα όχι μόνο με τη Moody’s αλλά και με τους υπολοίπους οίκους αξιολόγησης οι οποίοι έχουν ήδη βαθμολογήσει το αξιόχρεο της χώρας μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική (S&P, DBRS, Scope), βελτιώνει σταθερά προς το καλύτερο την εικόνα της στις αγορές σε αντίθεση με τη γειτονική μας Ιταλία, η οποία έχει όλο και μεγαλύτερα προβλήματα. Σε μια πρώτη σύγκριση το χρέος της Ελλάδας έκλεισε το 2022 στο 171,3% του ΑΕΠ, ενώ της Ιταλίας στο 144,1% του ΑΕΠ. Ωστόσο, τον προηγούμενο χρόνο το ελληνικό χρέος μειώθηκε 33,7% του ΑΕΠ από το 205% του ΑΕΠ που είχε φτάσει το 2020 λόγω της πανδημίας και 10% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2019 όταν το χρέος έφτανε το 181,3% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, η Ιταλία μείωσε κατά 11% του ΑΕΠ το χρέος της από το υψηλό 155% του ΑΕΠ που έφτασε το 2020, αλλά σήμερα το χρέος είναι 10% του ΑΕΠ υψηλότερο από το 134,1% που έφτανε το 2019.
Η αύξηση των επιτοκίων του ευρώ κατά 3,25% από τον περασμένο Ιούλιο μέχρι και σήμερα επιδείνωσε τις συνθήκες δανεισμού σε όλη την ευρωζώνη και περισσότερο για την Ελλάδα και την Ιταλία. Οι δύο χώρες είδαν τις αποδόσεις των ομολόγων τους να σκαρφαλώνουν κοντά στο 5% για να υποχωρήσουν τους τελευταίους τρεις μήνες στο 4,2-,4,5% για την Ιταλία και στο 3,8-4,3% για την Ελλάδα. Τα επιτόκια που ζητά η αγορά από την Ελλάδα είναι σταθερά χαμηλότερα από 20 μέχρι και 50 μονάδες σε σχέση με αυτά της Ιταλίας.
Γιατί δανείζουν οι αγορές την Ελλάδα φθηνότερα από την Ιταλία; Τα ειδικά χαρακτηριστικά του χρέους της κάθε χώρας δίνουν μια αρκετά αναλυτική απάντηση. Το ελληνικό χρέος έχει ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω από το 10% του ΑΕΠ μέχρι και το 2026. Τα ετήσια προγράμματα δανεισμού από το 2020 μέχρι και το 2023 φτάνουν συνολικά τα 42 δισ. ευρώ, ενώ το Δημόσιο διαθέτει ταμειακά διαθέσιμα από 37 έως και 39 δισ. ευρώ, ικανά να χρηματοδοτήσουν το χρέος για άλλα 4 χρόνια χωρίς δανεισμό από τις αγορές. Το πραγματικό επιτόκιο που δανείζεται ακόμη και σήμερα το Δημόσιο δεν ξεπερνά το 2,2-2,3% με τη χρήση swap επιτοκίων.
Η Ιταλία, από άλλη, έχει ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες που φτάνουν το 25% του ΑΕΠ της μέχρι και το 2026. Για να χρηματοδοτήσει το χρέος της που φτάνει τα 3,5 τρισ. ευρώ, δανείζεται σε ετήσια βάση από τις αγορές 570 δισ. ευρώ. Η Ιταλία εξαρτάται απολύτως από το δανεισμό από τις αγορές για να καλύψει τις ανάγκες της. Τα δε επιτόκια δανεισμού έχουν αυξηθεί από το 3,2% το 2022 στο 4,3% τους πρώτους μήνες του 2023.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Σε μια άλλη ανάλυση, η Ιταλία αναθεώρησε πρόσφατα την πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2023 στο 1% από 3,9% το 2022, ενώ προβλέπει να έχει πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ. Ωστόσο, το ΔΝΤ και η Ε.Ε. σε ανάλυση τους τονίζουν ότι, για να επαναφέρει το χρέος σε τροχιά αποκλιμάκωσης, χρειάζεται διπλάσια ανάπτυξη και πρωτογενή πλεονάσματα 2-2,5% του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα έχει ήδη αναθεωρήσει την πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2023 στο 2,3% και θα κάνει και νέα αναθεώρηση στο 3% στο προσχέδιο Προϋπολογισμού του 2024. Το χρέος της χαρακτηρίζεται βιώσιμο από Ε.Ε. και ΔΝΤ ακόμη και με πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, τη στιγμή που η Ε.Ε. προβλέπει ότι θα φτάσει το 1,9% του ΑΕΠ μέχρι και το τέλος του χρόνου.