Όπως ανακοίνωσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που έδωσε στη δημοσιότητα τις φθινοπωρινές οικονομικές της προβλέψεις για την περίοδο 2024-2026, σταδιακά και με αργούς ρυθμούς αναμένεται να ανακάμψει η ευρωπαϊκή οικονομία την επόμενη διετία, ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται, αλλά υπάρχει αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις γεωπολιτικές εντάσεις.
«Έπειτα από παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας, η οικονομία της ΕΕ επιστρέφει σε μια συγκρατημένη ανάπτυξη», τονίζει η Επιτροπή. Προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ το 2024, κατά 0,9 % στην ΕΕ και 0,8 % στη ζώνη του ευρώ. Η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2025 κατά 1,5 % στην ΕΕ και κατά 1,3 % στη ζώνη του ευρώ, ενώ το 2026 κατά 1,8 % στην ΕΕ και κατά 1,6 % στη ζώνη του ευρώ.
Το ΑΕΠ της Γερμανίας, της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ αναμένεται να μειωθεί φέτος για δεύτερη συνεχή χρονιά (-0,3% το 2023, -0,1% το 2024), λόγω της αδύναμης παγκόσμιας ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα. Το 2025 το ΑΕΠ της Γερμανίας αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,7% και το 2026 κατά 1,3%. Ευνοϊκότερες είναι οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη στη Γαλλία – δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1% το 2024, 0,8% το 2025 και 1,4% το 2026.
Συνεχίζεται η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού
Ο ονομαστικός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να μειωθεί το 2024 σε λιγότερο από το μισό, από 5,4 % το 2023 σε 2,4 %, προτού μειωθεί πιο σταδιακά σε 2,1 % το 2025 και σε 1,9 % το 2026. Στην ΕΕ, η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού προβλέπεται να είναι ακόμη εντονότερη το 2024, με τον ονομαστικό πληθωρισμό να μειώνεται στο 2,6 %, από 6,4 % το 2023, και να συνεχίσει να μειώνεται στο 2,4 % το 2025 και στο 2,0 % το 2026.
Ισχυρή αγορά εργασίας με χαμηλά επίπεδα ανεργίας
Η αύξηση της απασχόλησης στην ΕΕ αναμένεται να συνεχιστεί, αν και με βραδύτερο ρυθμό, από 0,8 % το 2024 (0,9 % στη ζώνη του ευρώ) σε 0,5 % το 2026 (0,6 % στη ζώνη του ευρώ). Το ποσοστό ανεργίας το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 6,1 % (6,5 % στη ζώνη του ευρώ) και στη συνέχεια να μειωθεί περαιτέρω, φτάνοντας στο 5,9 % το 2025 και το 2026 (6,3 % στη ζώνη του ευρώ).
Τα δημοσιονομικά ελλείμματα μειώνονται
Καθώς πολλά κράτη μέλη εργάζονται για να μειώσουν τους δείκτες χρέους τους, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί το 2024 στο 3,1 % του ΑΕΠ, το 2025 στο 3% και το 2026 στο 2,9 %. Στη ζώνη του ευρώ, το έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί από 3,0 % το 2024 σε 2,9 % το 2025 και σε 2,8 % το 2026.
Η Γαλλία, ωστόσο, ξεχωρίζει με το δεύτερο υψηλότερο δημόσιο έλλειμμα που αναμένεται φέτος στην ΕΕ, στο 6,2% του ΑΕΠ, πίσω από τη Ρουμανία (8%). Το γαλλικό έλλειμμα θα αυξηθεί μάλιστα και πάλι το 2026 στο 5,4% του ΑΕΠ, μετά το 5,3% το 2025, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής.
Από τα τέλη Ιουλίου, επτά κράτη μέλη (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Σλοβακία, Μάλτα, Ουγγαρία και Πολωνία) βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Αυτές οι χώρες πρέπει να λάβουν διορθωτικά μέτρα για να επιστρέψουν στο μέλλον κάτω από το όριο του 3% που ορίζουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες.
Δημοσιονομικό χρέος
Ο συνολικός δείκτης χρέους ως προς το ΑΕΠ της ΕΕ προβλέπεται να αυξηθεί, από 82,1 % το 2023 σε 83,4 % το 2026. Η αύξηση αυτή έρχεται έπειτα από μείωση κατά σχεδόν 10 εκατοστιαίες μονάδες μεταξύ του 2020 και του 2023, και αντικατοπτρίζει την επίδραση των πρωτογενών ελλειμμάτων τα οποία εξακολουθούν να είναι υψηλά και των αυξανόμενων δαπανών για τόκους, που δεν αντισταθμίζονται πλέον από την υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί. Στη ζώνη του ευρώ, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί από 88,9 % του ΑΕΠ το 2023 σε 90 % το 2026.
Η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι αυξάνονται
Η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων για τις οικονομικές προβλέψεις έχουν αυξηθεί. Ο παρατεταμένος επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η εντεινόμενη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή πυροδοτούν γεωπολιτικούς κινδύνους και κινδύνους για την ενεργειακή ασφάλεια. Η Επιτροπή φοβάται ότι μια περαιτέρω αύξηση των μέτρων προστατευτισμού από εμπορικούς εταίρους θα μπορούσε να αναστατώσει το παγκόσμιο εμπόριο, επιβαρύνοντας την άκρως ανοικτή οικονομία της ΕΕ.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η αβεβαιότητα όσον αφορά τις πολιτικές και τις διαρθρωτικές προκλήσεις στον μεταποιητικό τομέα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω απώλειες ανταγωνιστικότητας και να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη και την αγορά εργασίας. Επιπλέον, καθυστερήσεις στην εφαρμογή των σχεδίων Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ή ισχυρότερος από τον αναμενόμενο αντίκτυπος της δημοσιονομικής εξυγίανσης θα μπορούσαν να αμβλύνουν περαιτέρω την ανάκαμψη της ανάπτυξης.
Τέλος, οι πρόσφατες πλημμύρες στην Ισπανία καταδεικνύουν τις δραματικές συνέπειες που μπορεί να έχει η αυξανόμενη συχνότητα και έκταση των φυσικών κινδύνων όχι μόνο για το περιβάλλον και τους πληθυσμούς που πλήττονται, αλλά και για την οικονομία.
«Οι διαρθρωτικές προκλήσεις και η γεωπολιτική αβεβαιότητα επηρεάζουν αρνητικά τις μελλοντικές μας προοπτικές», τόνισε ο Επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι. «Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ακολουθήσουν δύσκολη πορεία μείωσης των επιπέδων χρέους, στηρίζοντας παράλληλα την ανάπτυξη, με τη βοήθεια του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης και της συνεχιζόμενης υλοποίησης του NextGenerationEU. Όσον αφορά το μέλλον, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς μας μέσω επενδύσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι καθοριστικής σημασίας για την τόνωση της δυνητικής ανάπτυξης και την αντιμετώπιση αυξανόμενων γεωπολιτικών κινδύνων», ανέφερε ο Επίτροπος Οικονομίας.
Τι αναφέρει για την Ελλάδα
Όσον αφορά την Ελληνική οικονομία, αυτή βάσει της έκθεσης βρίσκεται σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης με τη δυναμική αυτή να παραμένει πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ και της Ευρωζώνης για το 2025 και 2026. Όμως σύμφωνα με τα στοιχεία παραμένει ευάλωτη σε διαρθρωτικές αδυναμίες και εξωτερικούς κινδύνους.
Η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,1% το 2024 στο 2,3% το 2025 και στο 2,2% το 2026, υποστηριζόμενη από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) Πιο ειδικά όσον αφορά στην ανάπτυξη προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,1% το 2024 στο 2,3% το 2025 και στο 2,2% το 2026, υποστηριζόμενη από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP).
Η πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ΑΕΠ το 2024 στην ευρωζώνη είναι 0,8% και 0.9% στην ΕΕ, ενώ για το 2025 το ΑΕΠ προβλέπεται να επιταχυνθεί κατά 1,3% στην ευρωζώνη και 1,5% στην ΕΕ και το 2026 κατά 1,6% και 1,8% αντιστοίχως.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα προβλέπεται στο 3% το 2024 και αναμένεται να μετριαστεί σταδιακά στο 2,4% το 2025 και 1,9% το 2026. Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη το 2024 θα διαμορφωθεί στο 2,4% και θα μετριαστεί στο 2,1% το 2025 και στο 1,9% το 2026.
Το δημόσιο χρέος αν και βαίνει μειούμενο, παραμένει από τα υψηλότερα στην ΕΕ, ωστόσο εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 142,7% του ΑΕΠ το 2026 υποβοηθούμενο από την ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα, όμως η διατήρηση της πτωτικής του πορείας εξαρτάται από τη συνεχή δημοσιονομική πειθαρχία και την αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Παράλληλα, η ανεργία, αν και μειώνεται σταδιακά, εξακολουθεί να είναι μία από τις υψηλότερες στην ΕΕ, με προβλέψεις να φτάσει το 9,2% το 2026, σε αντίθεση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που παραμένει αισθητά χαμηλότερος. Η έκθεση επισημαίνει επίσης σημαντικούς κινδύνους όπως τις εκκρεμείς νομικές υποθέσεις, κυρίως δικαστικές αποφάσεις κατά της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου οι οποίες ενδέχεται να επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά. Παράλληλα, η υψηλή εξάρτηση της ανάπτυξης από τις επενδύσεις, που προβλέπεται να αυξηθούν κατά 8,9% το 2025, ενισχύει την ανάγκη για διαρθρωτικές βελτιώσεις, όπως η αντιμετώπιση των αναντιστοιχιών δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Παρά τις θετικές προοπτικές, η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς και εσωτερικές αδυναμίες, υπογραμμίζοντας τη σημασία της προσεκτικής διαχείρισης και της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων, αναφέρεται στην έκθεση.
ΥΠΟΙΚ: Η Ελλάδα σε σταθερή πορεία ανάπτυξης και σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
Από το υπουργείο Οικονομικών τονίστηκε:η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε σήμερα τις φθινοπωρινές οικονομικές της προβλέψεις για τα έτη 2024, 2025 και 2026.
Αυτές επιβεβαιώνουν ότι μέσα σε ένα οικονομικό περιβάλλον σχετικά χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, η ελληνική οικονομία συνεχίζει την πολύ θετική της πορεία και την σύγκλιση της προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: Τόσο φέτος όσο και τα επόμενα δύο χρόνια, η Επιτροπή προβλέπει ότι η χώρα μας θα επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο σε ότι αφορά το συνολικό όσο και το κατά κεφαλή πραγματικό ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, οι προβλέψεις επιβεβαιώνουν την συνεχιζόμενη αλλαγή στο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, όπως αυτή αποτυπώνεται: (α) στην συνεχιζόμενη αύξηση του ποσοστού των επενδύσεων και των εξαγωγών στο ΑΕΠ (β) στην επιταχυνόμενη αύξηση των παραγωγικών της δυνατοτήτων, όπως αυτή μετριέται από την αύξηση της παραγωγικότητας και του δυνητικού ΑΕΠ, και (γ) την συνεχιζόμενη αύξηση της συμμετοχής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται από τον ιδιωτικό τομέα στην συνολική οικονομική δραστηριότητα.
Οι θετικές αυτές εξελίξεις αναμένεται, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, να έχουν χειροπιαστό αποτύπωμα στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πολιτών, μέσα από την περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης, την περαιτέρω μείωση της ανεργίας, και την συνέχεια στην αύξηση των πραγματικών κατά κεφαλή απολαβών των εργαζομένων. Το βιοτικό επίπεδο των πολιτών επίσης θα στηριχθεί μέσα από την αύξηση της ποσότητας και ποιότητας των δημοσιών υπηρεσιών, η οποία θα προκύψει από την προβλεπόμενη επιταχυνόμενη αύξηση των δημοσίων επενδύσεων.
Παράλληλα, οι προβλέψεις της Επιτροπής αναδεικνύουν την συνεχιζόμενη θεαματική μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, η οποία οδηγείται από την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και τα διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα που προκαλεί η υψηλή ανάπτυξη και η μείωση της φοροδιαφυγής.
Τέλος, επιβεβαιώνουν την σταθερή καθοδική πορεία του πληθωρισμού, ο οποίος μετά το μεγάλο παγκόσμιο ενεργειακό/πληθωριστικό σοκ του 2022 βρίσκεται σε τροχιά αποκλιμάκωσης και επαναφοράς στον στόχο του 2% εντός της επόμενης διετίας.
Συνολικά, οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε σταθερή πορεία ανάπτυξης και σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δείχνουν ότι η σωστή οικονομική και υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική που με συνέχεια και συνέπεια εφαρμόζει η κυβέρνηση οδηγούν την χώρα με ασφάλεια μπροστά, με ολοένα και μεγαλύτερο όφελος για όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες. Η πορεία αυτή θα συνεχιστεί, γιατί αποδεδειγμένα είναι η σωστή πορεία ώστε η χώρα μας να επιτύχει τον μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό της στόχο, που δεν είναι άλλος από την σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Τρία ειδικότερα σχόλια, τα οποία αξίζουν μιας πιο αναλυτικής αναφοράς, είναι τα παρακάτω:
Πρώτο, και σε ότι αφορά το πραγματικό ΑΕΠ, Ελλάδα αναμένεται να πετύχει ρυθμό ανάπτυξης ίσο με 2,1% το 2024, 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026. Οι ρυθμοί αυτοί, που βρίσκονται κοντά στις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού-Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025-2028, είναι σημαντικά υψηλότεροι των προβλέψεων της Επιτροπής για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (0,9%, 1,5% και 1,8% αντίστοιχα). Η διαφορά υπέρ της Ελλάδας είναι ακόμα μεγαλύτερη σε ότι αφορά τις προβλέψεις για το κατά κεφαλή ΑΕΠ, το οποίο προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,6%, 2,7% και 2,6% αντίστοιχα το 2024, 2025 και 2026, έναντι 0,6%, 1,3% και 1,6% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεύτερο, και σε ότι αφορά τις πηγές της ανάπτυξης, το κύριο χαρακτηριστικό είναι η προβλεπόμενη ποσοστιαία αύξηση των επενδύσεων, η οποία για την τριετία 2024-2026 (υποστηριζόμενη από την βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και την επιτυχή εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) αναμένεται να είναι πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και πολύ υψηλότερη του συνολικού ρυθμού αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ. Έτσι, τα επόμενα χρόνια η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να καλύπτει, όπως ήδη κάνει, το μεγάλο επενδυτικό κενό της περασμένης δεκαετίας. Σε σχέση με τις εαρινές της προβλέψεις, η Επιτροπή έχει ανεβάσει τις προβλέψεις της για την αύξηση των επενδύσεων για τα έτη 2024 και 2025. Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι η Επιτροπή αναμένει η αύξηση των επενδύσεων να οδηγηθεί κυρίως από αύξηση των επενδύσεων σε παραγωγικό εξοπλισμό, και δευτερευόντως από επενδύσεις σε κατασκευές. Μεγαλύτερη του ρυθμού ανάπτυξης του συνολικού ΑΕΠ αναμένεται να είναι τα επόμενα τρία χρόνια και η αύξηση εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, δίνοντας έτσι συνέχεια στην μεγάλη αύξηση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.
Όπως προκύπτει από τις προβλέψεις της Επιτροπής, η αύξηση της συμμετοχής του διεθνώς ανταγωνιστικού, εμπορεύσιμου τομέα στο συνολικό ΑΕΠ, σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, θα αυξήσει την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και την συνολική παραγωγική της ικανότητα (όπως αυτή αποτυπώνεται στο δυνητικό ΑΕΠ) σε βαθμό επιταχυνόμενο και μεγαλύτερο από τις αντίστοιχες ποσοστιαίες αυξήσεις που αναμένεται να καταγραφούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την επόμενη τριετία. Τα παραπάνω αποτελούν στέρεες βάσεις για την σταθερή αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλή ΑΕΠ και των πραγματικών απολαβών των εργαζομένων, όπως αυτές καταγράφονται στις προβλέψεις της Επιτροπής. Σε συνδυασμό με τα κέρδη ανταγωνιστικότητας που απορρέουν από την μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης, και με την υποστήριξη της ανάκαμψης της εξωτερικής ζήτησης, αποτελούν επίσης στέρεες βάσεις για την σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το οποίο, όπως σημειώνει και η Επιτροπή, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων.
Τρίτο, και σε ότι αφορά τις δημοσιονομικές προβλέψεις, η Επιτροπή προβλέπει ότι η Ελλάδα θα καταγράψει μια από τις καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα επόμενα τρία χρόνια, ιδιαίτερα σε όρους πρωτογενούς πλεονάσματος όπου για το 2024 η χώρα μας αναμένεται να καταγράψει την τρίτη καλύτερη επίδοση στην ευρωζώνη (2,9% του ΑΕΠ), μετά από τις Ιρλανδία (5,1%), Κύπρο (4,7%) και πάνω από την Πορτογαλία (2,6%). Το θετικό αυτό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, που κατά κύριο λόγο οφείλεται στην υψηλή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αλλά και στην σημαντική μείωση της φοροδιαφυγής, έδωσε την δυνατότητα: (α) να χρηματοδοτηθούν φέτος, μέσω συμπληρωματικών προϋπολογισμών, σημαντικές αυξήσεις δημοσίων επενδύσεων προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης, του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής συνοχής, (β) να δοθεί, όπως έχει ανακοινωθεί, στο τέλος του έτους έκτακτη οικονομική ενίσχυση σε συνταξιούχους με προσωπική διαφορά και άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, και (γ) να μειωθεί γρηγορότερα το δημόσιο χρέος, το οποίο παρά την μεγάλη μείωση που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και του οποίου η περαιτέρω αποκλιμάκωση αποτελεί επιταχυντή ανάπτυξης και εγγύηση ανθεκτικότητας για την ελληνική οικονομία.