Στις Βρυξέλλες συζητούν από τώρα την επάνοδο στην «κανονικότητα» των δημοσιονομικών στόχων από το 2024. Αυτή η κανονικότητα μέχρι και το 2019 για την Ελλάδα σήμαινε ότι θα πρέπει να πετυχαίνει σε ετήσια βάση δημοσιονομικούς στόχους 3,5% του ΑΕΠ, «στραγγίζοντας» την οικονομία από πολύτιμους πόρους για ανάπτυξη και κοινωνική πολιτική, διατηρώντας και τους υψηλούς φόρους που είχαν επιβληθεί τα χρόνια των μνημονίων.
Σε αυτή τη φάση, ενώ οι διαπραγματεύσεις για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο βρίσκονται σε εξέλιξη (και είναι πιθανό να διαρκέσουν και το μεγαλύτερο μέρος του 2023), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί -για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά- να καλύψει το κενό των επίσημων κανόνων με προσωρινές οδηγίες. Οι προσωρινές αυτές οδηγίες για το 2024 θα έχουν ως βάση την πρόταση της Επιτροπής για χώρες που έχουν χρέος πολύ υψηλότερο από το 60% του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα, η οποία θα έχει χρέος περίπου 157% του ΑΕΠ στο τέλος του χρόνου. Η πρόταση αυτή προβλέπει ότι τα κράτη με υψηλό χρέος θα πρέπει να συμφωνήσουν με την επιτροπή δημοσιονομικούς στόχους για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Προφανές είναι ότι όσο πιο υψηλοί είναι οι στόχοι και εν προκειμένω οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα αναλάβει η Ελλάδα τόσο μικρότερο θα είναι το περιθώριο να μειωθούν φόροι και εισφορές.
Τα δεδομένα
Η συμφωνία του 2018 προέβλεπε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 μέχρι και το 2022 και στη συνέχεια μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 μέχρι και το 2060. Είναι σαφές ότι μετά την κρίση του κορονοϊού, την ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό, η συμφωνία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί αφού τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Το χρέος της Ελλάδας έχει μειωθεί από το 2020 κατά 48% του ΑΕΠ και στο τέλος του χρόνου θα βρεθεί σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά που είχαν τεθεί στην αρχική συμφωνία. Ταυτόχρονα, η οικονομία βρίσκεται για τρίτο συνεχόμενο χρόνο σε θετική ανάπτυξη, μεγαλύτερη από αυτή του μέσου όρου της Ε.Ε., με το ΑΕΠ να έχει αυξηθεί κατά 55 δισ. από το 2020.
Ταμείο Ανάκαμψης: Ποια νέα έργα εντάσσονται στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου;
Στο μεταξύ, ο κορονοϊός και η αναστολή των δημοσιονομικών στόχων με την ενεργοποίηση της ρήτρας συνολικής διαφυγής για όλη την Ε.Ε. ανέστειλε το 2020 το σερί των ετών κατά τα οποία η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5%, αφού στο δημοσιονομικό σκέλος όλα τα κράτη της Ε.Ε. είχαν επιδείνωση λόγω των δαπανών που έγιναν για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία.
Η στρατηγική με την οποία θα προσέλθει το σημερινό οικονομικό επιτελείο για τη νέα διαπραγμάτευση είναι ότι εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης μειώνουν ταχύτερα το χρέος από την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Σε επίπεδο αριθμών το οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι είναι εφικτό να έχουμε μεσομακροπρόθεσμα πρωτογενή πλεονάσματα 1,7-1,8% του ΑΕΠ. Αυτός μπορεί να είναι και ένας ρεαλιστικός στόχος για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Την ίδια ώρα, με βάση του υπολογισμούς του υπ. Οικονομικών, η οικονομία μπορεί να αφήνει από το 2024 μέχρι και το 2027 πλεονάσματα τα οποία σε μέσα επίπεδα θα είναι μεγαλύτερα από 2% του ΑΕΠ για την ίδια περίοδο. Ετσι η διαφορά του στόχου που θα επιτυγχάνεται, δηλαδή του 2,2-2,3% του ΑΕΠ από τον στόχο που θα συμφωνηθεί με τις Βρυξέλλες, θα δίνει το περιθώριο για νέες μειώσεις φόρων και γενικότερα οικονομικής πολιτικής. Η θετική αυτή διαφορά θα ξεκινά από 0,7% του ΑΕΠ (περίπου 1,5 δισ. ευρώ) το 2024 και όσο θα αυξάνεται το ΑΕΠ θα αυξάνεται και η διαφορά στηρίζοντας την ανάπτυξη. Οι παρεμβάσεις που θα γίνουν θα έχουν στόχο τη μείωση της ανεργίας από το 12% που υπολογίζεται ότι θα κλείσει φέτος σε μονοψήφια ποσοστά τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ η ανάπτυξη για την τετραετία 2024-2027 είναι δυνατό να είναι σε μέση ετήσια βάση στο 2,9% του ΑΕΠ και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το 2026.
Ετοιμη απάντηση
Σε ερωτήματα και αμφιβολίες που μπορεί να εγερθούν από τους θεσμούς σχετικά με την πορεία του χρέους, η απάντηση θα είναι ότι με ανάπτυξη κοντά στο 3% είναι εύκολο να μειώνεται και το χρέος σε ετήσια βάση κατά περίπου 5% του ΑΕΠ. Επίσης, σταδιακά θα έχει μείωση και το κόστος χρηματοδότησης αφού οι τόκοι για το χρέος θα υποχωρήσουν ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω από το 2% μέσα στο 2025.
Η στρατηγική αυτή αναμένεται ότι θα είναι ίδια στον κορμό της, όποια μορφή και αν έχει η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές (αν δηλαδή θα είναι αυτοδύναμη ή συνεργασίας). Τούτο με δεδομένο ότι και τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν δει την προστιθέμενη αξία της υψηλής ανάπτυξης έναντι των υψηλών πλεονασμάτων που προτείνουν οι θεσμοί.
Ειδήσεις σήμερα