Παράλληλα επιχειρήσεις που είχαν άμεση συνεργασία με Tour Operators από Ρωσία και Ουκρανία αντιμετωπίζουν έντονο ζήτημα επαναπροσδιορισμού της πελατείας τους, εγχείρημα που θα πάρει καιρό και καθιστά αβέβαιη την οικονομική τους λειτουργία. Η ελπίδα όλων για μια καλή τουριστική χρονιά παραμένει ζωντανή. Ομως, μέχρι στιγμής, υπάρχει στασιμότητα από τις περισσότερες αγορές για νέες κρατήσεις για Ελλάδα, πλην των Βρετανών που δεν ορρωδούν προ ουδενός.
Τι λέει ο TUI
Σημειώνεται ότι ο TUI, o μεγαλύτερος παγκόσμιος παίκτης στον τουρισμό, έχει ανακοινώσει αύξηση σε σχέση με το 2019 για Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερα ελπιδοφόρα είναι η σπουδή των Αράβων να ταξιδέψουν στη χώρα μας. Παράλληλα, οι πτήσεις από την αμερικανική αγορά προς την Ελλάδα είναι περισσότερες από ποτέ, ενώ κοινός τόπος είναι ότι η φετινή σεζόν αναμένεται να κινηθεί σε ποσοστό 80% σε σχέση με τη χρονιά-ρεκόρ του 2019. Φέτος η ρωσική και η ουκρανική αγορά θα είναι ελάχιστη ενώ και η κινεζική αγορά δεν πρόκειται να ανοίξει ούτε φέτος. Βέβαια δεν αποκλείεται εν συνόλω τα έσοδα να αγγίξουν αυτά του 2019 λόγω της ανόδου των τιμών, ενώ αν αλλάξει πριν από το Πάσχα το διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, τότε εκτιμάται ότι η ζήτηση θα επανέλθει αν όχι θα ξεπεράσει τα επίπεδα του 2019 από τις άλλες αγορές.
ΑΡΗΣ ΜΑΡΙΝΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΕΠΟΕΤ
Συγκρατημένα αισιόδοξος για την πορεία της φετινής τουριστικής σεζόν εμφανίζεται με δηλώσεις του στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο Αρης Μαρίνης, πρόεδρος της Γενικής Πανελλαδικής Ομοσπονδίας Επιχειρήσεων Τουρισμού (ΓΕΠΟΕΤ). Ο επικεφαλής της ΓΕΠΟΕΤ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τη βιωσιμότητα των τουριστικών γραφείων και λεωφορείων, που την τελευταία διετία έχουν καταγράψει απώλεια κύκλου εργασιών άνω του 50%. «Εχουμε γίνει αποδέκτες οικονομικής στήριξης από την κυβέρνηση όπως όλες οι πληττόμενες επιχειρήσεις, όμως σε καμία περίπτωση αυτή δεν είναι ανάλογη της τεράστιας ζημίας που έχουμε υποστεί και ενώ δεν είναι ακόμα ορατή η επανεκκίνηση της ομαλής λειτουργίας μας», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο κ. Αρης Μαρίνης.
«Καλοί οιωνοί, αλλά…»
Ειδικά για τη φετινή τουριστική σεζόν επισημαίνει ότι «αναμενόταν να ξεκινήσει με τους καλύτερους δυνατούς οιωνούς, έχοντας ως χώρα κεφαλαιοποιήσει την υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα που επιδείξαμε στη διαχείριση των ξένων επισκεπτών κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι πρόσφατες όμως γεωπολιτικές εξελίξεις μετά και την κήρυξη του πολέμου στην Ουκρανία σαφώς δημιουργούν μία νέα πραγματικότητα, η οποία ελπίζω ότι δεν θα αναιρέσει τη δυναμική που είχαμε ως τουριστικός προορισμός. Προφανώς και θα αποτελέσει πλήγμα για την εγχώρια οικονομία η απουσία των περίπου 700.000 Ρώσων και Ουκρανών τουριστών -εκ των οποίων κάποιοι ιδιαίτερα ευκατάστατοι- καθώς πλέον δεν αναμένονται στη χώρα. Ειδικότερα όμως για τα τουριστικά γραφεία και για τις περιοχές που είχαν σχεδόν αποκλειστική συνεργασία με Ρώσους τουρίστες, όπως ενδεικτικά η Κρήτη, η Χαλκιδική και γενικότερα η Βόρεια Ελλάδα, οι επιπτώσεις θα είναι ακόμα δυσμενέστερες. Ως εκ τούτου καμία ουσιαστική πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνει για τη φετινή τουριστική περίοδο. Είμαι όμως αισιόδοξος ότι αν η κατάσταση στην Ουκρανία ομαλοποιηθεί σύντομα, τουλάχιστον οι υπόλοιπες βασικές αγορές τουριστών, ευρωπαϊκές και μη, στις οποίες βασιζόμαστε, δεν θα επηρεαστούν σημαντικά».
Οπως είναι γνωστό η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει πυροδοτήσει έτι περαιτέρω τις πληθωριστικές τάσεις που καταγράφονται το τελευταίο χρονικό διάστημα και πλέον το ενεργειακό κόστος αποτελεί «βραχνά» για τις επιχειρήσεις. Για τις επιπτώσεις στον κλάδο και δη στα τουριστικά λεωφορεία ο πρόεδρος της ΓΕΠΟΕΤ σημειώνει: «Οι επιπτώσεις στον κλάδο είναι εξαιρετικά δυσμενείς καθώς το κόστος καυσίμων για την κυκλοφορία των τουριστικών λεωφορείων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη βιωσιμότητα της τουριστικής επιχείρησης. Ηδη έχουμε επιβαρυνθεί με τουλάχιστον 50% αύξηση στην τιμή του πετρελαίου κίνησης, καθιστώντας τη λειτουργία των επιχειρήσεων του κλάδου απολύτως ζημιογόνα. Δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν έχουμε καμία υποστήριξη από την κυβέρνηση στο αίτημά μας για επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς ουσιαστική παρέμβαση από την Πολιτεία τα τουριστικά γραφεία και λεωφορεία αδυνατούν να επιβιώσουν. Ακόμα και στα τελευταία μέτρα επιδότησης του κόστους καυσίμων οι επιχειρήσεις μας δεν συμπεριλαμβάνονται».
«Βασικός κρίκος…»
Αναφερόμενος στην κατάσταση που βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι επιχειρήσεις, δεδομένου ότι έχουν καταγράψει δυσθεώρητες απώλειες κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης και απαντώντας στην ερώτηση αν ο κλάδος έχει στηριχθεί επαρκώς από την κυβέρνηση ο κ. Μαρίνης επισημαίνει ότι: «Ο κλάδος των τουριστικών γραφείων και λεωφορείων αποτελεί βασικό κρίκο της τουριστικής αλυσίδας, έχει όμως επιβαρυνθεί από την πανδημία υπέρμετρα και δυσανάλογα σε σχέση με τις υπόλοιπες τουριστικές επιχειρήσεις. Η απώλεια κύκλου εργασιών την τελευταία διετία έχει υπερβεί το 50% προσεγγίζοντας σε αρκετές περιπτώσεις και το 70%, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις του κλάδου να βασίζονται αποκλειστικά στα υπάρχοντα μέτρα οικονομικής στήριξης και διατήρησης του προσωπικού για να λειτουργήσουν. Αρα ναι μεν έχουμε γίνει αποδέκτες οικονομικής στήριξης από την κυβέρνηση όπως όλες οι πληττόμενες επιχειρήσεις, όμως σε καμία περίπτωση αυτή δεν είναι ανάλογη της τεράστιας ζημίας που έχουμε υποστεί και ενώ δεν είναι ακόμα ορατή η επανεκκίνηση της ομαλής λειτουργίας μας. H στοχευμένη παροχή επιπλέον ρευστότητας και η ρύθμιση με ευνοϊκότερους όρους των οφειλών που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας κρίνεται επιβεβλημένη.
Παράλληλα ο αποκλεισμός των τουριστικών λεωφορείων από τον Αναπτυξιακό Νόμο ήταν μία μη αναμενόμενη και χωρίς λογική ενέργεια της Πολιτείας. Ο στόλος των τουριστικών λεωφορείων της χώρας θεωρείται πλέον από τους πιο γηρασμένους της Ευρώπης και χρειάζονται επειγόντως σημαντικές επενδύσεις για την ανανέωσή του. Χωρίς επαρκή κίνητρα από την Πολιτεία και μετά τη 12ετή οικονομική και υγειονομική κρίση, οι επιχειρηματίες του κλάδου αδυνατούν να ανταποκριθούν σε επενδύσεις μεγάλου μεγέθους που αφορούν στα καινούργια, περιβαλλοντικά προηγμένα τουριστικά λεωφορεία που θα συμβάλουν καθοριστικά στη βιωσιμότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Η μόνη ορατή λύση για την οποία πιέζουμε είναι η ένταξη των επενδύσεων για την ανανέωση του στόλου των τουριστικών λεωφορείων στο προσεχές ΕΣΠΑ».
«Δύο με τρία χρόνια»
«Αναλόγως της εξέλιξης της τρέχουσας τουριστικής περιόδου εκτιμώ ότι θα χρειαστούν 2 με 3 χρόνια για την επαναφορά του κλάδου στα μεγέθη του 2019, υπό συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής και γεωπολιτικής σταθερότητας. Οσον αφορά τον εγχώριο τουρισμό εκτιμώ ότι μόνο με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και την επαναφορά της οικονομίας σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης θα μπορέσουμε να δούμε μεγέθη παλαιότερων ετών, καθώς η υφιστάμενη κατάσταση δρα ανασταλτικά στις τουριστικές δαπάνες των Ελλήνων» συμπληρώνει ο πρόεδρος της ΓΕΠΟΕΤ.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΝΔΡΙΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΝΩΣΗΣ ΞΕΝΟΔΟΧΩΝ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ
«Αναγκαία τα νέα μέτρα ανακούφισης για τα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας»
Οι ξενοδόχοι της Θεσσαλονίκης κάνουν λόγο για άμεση ανάγκη στήριξης για τα συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχεία.
Οπως υπογραμμίζει ο πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης Ανδρέας Μανδρίνος (φωτό), «τα εξαιρετικά περιορισμένα έσοδα από τη μία, εξαιτίας των χαμηλότατων πληροτήτων σε όλη τη διάρκεια του φετινού χειμώνα, αποτέλεσμα των συνθηκών της πανδημίας και όχι μόνο, και η πρωτοφανής αύξηση του ενεργειακού κόστους σε συνδυασμό με τις ανατιμήσεις των πρώτων υλών από την άλλη έχουν επιφέρει στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της περιοχής μία πρωτόγνωρη αβεβαιότητα για την επιβίωσή τους. Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις της Πολιτείας για τον ελληνικό τουρισμό με τα συνεχή δημοσιεύματα για θετικές πληρότητες και αφίξεις που καμία σχέση δεν έχουν με τη δική μας πραγματικότητα, τα συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχεία έχουμε άμεση ανάγκη για στήριξη με νέα μέτρα ανακούφισης».
Καταλήγοντας ο κ. Μανδρίνος υποστηρίζει ότι: «Επαναθέτουμε το σοβαρότατο και άλυτο μέχρι στιγμής πρόβλημα των ξενοδοχείων με δανειακές συμβάσεις Sales & Lease Back, τα οποία από την αρχή της πανδημίας υφίστανται δυσμενή διακριτική μεταχείριση, αφού έχουν εξαιρεθεί από όλα τα προγράμματα επιδότησης τόκων και κεφαλαίου, από την επιμήκυνση υποχρεώσεων μέσω ευεργετικών ρυθμίσεων και από την απαλλαγή υποχρέωσης καταβολής μισθώματος, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει άμεσα η βιωσιμότητά τους».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου