Οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας που θα δουν το φως το επόμενο διάστημα προβλέπουν ανάπτυξη 8% για το 2021 και πάνω από 5% για το 2022 με παράλληλη μείωση χρέους και ελλείμματος. Η πορεία, όμως, μέχρι την επίτευξη των φετινών στόχων δεν θα είναι εύκολη. Η παγκόσμια αύξηση του πληθωρισμού αλλάζει άρδην τα δεδομένα εντός και εκτός Ελλάδας. Επιβαρύνει με ακρίβεια τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και με μεγαλύτερο κόστος παραγωγής τις επιχειρήσεις και φέρνει πιο κοντά το τέλος των μηδενικών επιτοκίων από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Στο εσωτερικό πεδίο, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ της στήριξης της οικονομίας από τις συνέπειες που προκαλούν κυρίως η άνοδος των τιμών και η παράταση της πανδημίας από τη μια, και της ανάγκης επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων για το 2022 από την άλλη. Για μέτρα κατά της ακρίβειας έχουν -ήδη- διατεθεί συνολικά 1,7 δισ. ευρώ για να απορροφηθεί μέρος των αυξήσεων των τιμών της ενέργειας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Στην τελευταία ανακοίνωση, το υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας πρόσθεσε άλλα 400 εκατ. ευρώ για τον Ιανουάριο με στόχο τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Παράλληλα, ανακοινώθηκε και πακέτο μέτρων ύψους 80 εκατ. ευρώ για τη στήριξη των επιχειρήσεων που είχαν ζημιά από τα πρόσφατα περιοριστικά μέτρα ενάντια στην εξάπλωση της μετάλλαξης «Ο».
Πάγια στάση του υπ. Οικονομικών είναι ότι η στήριξη θα συνεχιστεί όσο χρειαστεί ώστε να συνεχιστεί απρόσκοπτα η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και παράλληλα, το τσουνάμι των ανατιμήσεων που αναμένεται τους επόμενους μήνες, να έχει μικρότερη επίπτωση στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων. Προς το παρόν, τα μέτρα στήριξης καλύπτονται σε ό,τι αφορά τις ανατιμήσεις των ενεργειακών προϊόντων, από τον λογαριασμό όπου συγκεντρώνονται τα έσοδα από τις δημοπρασίες ρύπων που βρίσκεται εκτός προϋπολογισμού. Τα 80 εκατ. ευρώ είναι ένα μικρό μέρος από το 1 δισ. ευρώ που έχει ο προϋπολογισμός ως αποθεματικό για τις ανάγκες που δημιουργεί η παράταση της πανδημίας.
ΦΠΑ και ΕΦΚ
Τις τελευταίες ημέρες ο υπ. Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έχει αποκρούσει κάθε δήλωση που παραπέμπει σε δημοσιονομική χαλάρωση ή «παροχές». Πρώτα με τον αποκλεισμό της μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα για να μειωθεί η ακρίβεια (το μέτρο θα κόστιζε 550-600 εκατ. ευρώ τον μήνα στα δημόσια έσοδα) και πιο πρόσφατα δεν προσυπέγραψε την αναγγελία της κατάργησης του ειδικού τέλους αλληλεγγύης από το 2023. Παρ’ όλα αυτά, η άσκηση για τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ αλλά και του ΕΦΚ στα καύσιμα έχει γίνει, αλλά προς το παρόν απορρίφθηκε. Οι λόγοι ήταν δύο:
» Ο πρώτος είναι ότι όσο οι τιμές στα καύσιμα και το ηλεκτρικό ρεύμα συνεχίζουν να αυξάνονται η μείωση των φόρων θα μπορούσε να υπερκαλυφθεί από τις αυξήσεις.
» Ο δεύτερος λόγος είναι το πολύ υψηλό δημοσιονομικό κόστος. Ωστόσο, το σενάριο παραμένει στο συρτάρι ως ύστατη καταφυγή υπό προϋποθέσεις. Οταν κάποια στιγμή μέσα στο έτος οι τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες σταθεροποιηθούν και οι τιμές θα βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, τότε θα είχε λόγο το οικονομικό επιτελείο να επιλέξει να μειώσει κάποιους έμμεσους φόρους για να βοηθήσει την παραγωγή και την κατανάλωση από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Κοινή θέση όλων στο υπ. Οικονομικών είναι ότι οι επιπλέον παρεμβάσεις στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων δεν θα πρέπει να δημιουργήσουν αποκλίσεις από τον στόχο του προϋπολογισμού για μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος από 6,6%-6,7% του ΑΕΠ που αναμένεται να διαμορφωθεί το 2021, λόγω καλύτερης πορείας των εσόδων, στο 1,4% του ΑΕΠ στο τέλος του χρόνου. Σε απόλυτα ποσά, η προσαρμογή σε ένα χρόνο ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ. Από τα 12,3 δισ. ευρώ που είναι το έλλειμμα φέτος, στα 2,64 δισ. ευρώ στο τέλος του χρόνου.
Ανοδος του κόστους δανεισμού
Το κακό είναι ότι η άνοδος των τιμών εντός Ελλάδας δεν προκαλεί προβλήματα μόνο στην εγχώρια αγορά. Η οριζόντια αύξηση του πληθωρισμού στην Ευρώπη στο 5% τον Δεκέμβριο χτυπά την Ελλάδα και σε ένα άλλο ευαίσθητο πεδίο, την αύξηση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου. Οι αγορές προεξοφλούν ήδη το τέλος των αρνητικών επιτοκίων δανεισμού και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η FED έχει ήδη ανακοινώσει τις προθέσεις της να προχωρήσει σε τρεις ή τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2022.
Η ΕΚΤ, διά στόματος της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ, διαμηνύει ότι δεν θα ακολουθήσει τη FED στις αυξήσεις επιτοκίων αλλά μάλλον δεν πείθει. Τούτο με δεδομένο ότι οι αποδόσεις στα ευρωπαϊκά ομόλογα έχουν πάρει την ανηφόρα και όποια χώρα έχει βγει να αντλήσει κεφάλαια τις πρώτες μέρες του χρόνου έχει πληρώσει βαρύ τίμημα. Αυτό εξηγεί και την αύξηση του επιτοκίου του 10ετούς ομολόγου που δημοπράτησε την Τετάρτη ο ΟΔΔΗΧ, η οποία διαμόρφωσε επιτόκιο 1,84% από 0,81% της έκδοσης του 10ετούς ομολόγου στις αρχές Ιουνίου του 2021. Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι η άνοδος των αποδόσεων δεν είναι συγκυριακή αλλά αναμένεται να διαρκέσει και μετά το τέλος του χρόνου, αυξάνοντας σταθερά το κόστος δανεισμού, κάτι που θα φανεί περισσότερο μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, το γνωστό PEPP, με δεδομένο και το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη επενδυτική βαθμίδα.
Ακολούθησε το eleftherostypos.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις
Ειδήσεις σήμερα
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr