Σύμφωνα με όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα άτομα ηλικίας άνω των 15 ετών στην Ελλάδα ανέρχονται σε 9,2 εκατομμύρια. Από αυτούς, τα 4,43 εκατ. δεν εργάζονται καθώς ανήκουν στο «μη εργατικό δυναμικό» της χώρας. Στο εργατικό δυναμικό ανήκουν 4,772 εκατ. άτομα, εκ των οποίων εργάζονται 3,648 εκατ., ενώ τα υπόλοιπα 1,124 εκατ. είναι οι άνεργοι.
Αν από τους εργαζόμενους αφαιρεθούν και οι περίπου 375 χιλ. που απασχολούνται με μερική απασχόληση -και ως εκ τούτου έχουν καθαρές αμοιβές της τάξεως των 300-400 ευρώ μηνιαίως- τότε μένουν 3,27 εκατ. πολίτες με πλήρη απασχόληση για να συντηρήσουν τους εαυτούς τους, αλλά και τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας.
Σύμφωνα με ανάλυση που δημοσίευσε η εφημερίδα «Ναυτεμπορική», στην πραγματικότητα, κάθε εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση πρέπει να συντηρήσει τρία άτομα, είτε πρόκειται για παιδιά κάτω των 15 ετών είτε για συμπολίτες του που έχουν βρεθεί εκτός αγοράς εργασίας, είτε για συνταξιούχους.
Η ποιοτική ανάλυση των δεδομένων που ανακοινώνει η ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία και την απασχόληση αποκαλύπτει το μέγεθος του προβλήματος στην αγορά εργασίας. Ουσιαστικά, το 60% του πληθυσμού της χώρας άνω των 15 ετών δεν εργάζεται και επιβιώνει είτε με τη σύνταξη είτε με τα όποια επιδόματα χορηγεί το Δημόσιο, είτε χάρη στον θεσμό της οικογένειας που παραμένει βασικό στήριγμα της ελληνικής κοινωνίας. Αν σε αυτή την εικόνα προστεθεί και η συνεχιζόμενη μείωση των μέσων αποδοχών, η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο εκρηκτική.
Η όποια αύξηση στον αριθμό των απασχολούμενων -η οποία μάλιστα ήταν πολύ μικρή στο 4ο τρίμηνο του 2016 συγκριτικά με το 4ο τρίμηνο του 2015- στηρίζεται εν πολλοίς στη μερική απασχόληση, το μερίδιο της οποίας έχει ξεπεράσει πλέον το 10% και διευρύνεται συνεχώς. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (δ’ τρίμηνο 2016), σε σύνολο 3,648 εκατ. απασχολούμενων, οι 375 χιλιάδες είναι μερικώς απασχολούμενοι. Όσο διευρύνεται το μερίδιο της μερικής απασχόλησης στη συνολική, τόσο μειώνεται ο μέσος όρος αποδοχών και τόσο συρρικνώνονται οι κατά κεφαλήν ασφαλιστικές εισφορές που αποδίδονται για τη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας. Το δεύτερο σημαντικό εύρημα που προκύπτει από την ποιοτική ανάλυση των στοιχείων της απασχόλησης είναι ότι «γερνάει» το εργατικό δυναμικό της χώρας.
Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Οι απασχολούμενοι στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών ανήλθαν στο δ’ τρίμηνο του 2016 στο 1,53 εκατ. σε σύνολο 3,648 εκατ. αντιπροσωπεύοντας μερίδιο 42%. Το αντίστοιχο ποσοστό στο δ’ τρίμηνο του 2001 (δηλαδή λίγο πριν από την είσοδο της χώρας στο ευρώ) ήταν 33%. Τότε, οι απασχολούμενοι έφταναν στα 4,152 εκατ. και οι έχοντες συμπληρώσει το 45ο έτος της ηλικίας τους ήταν 1,447 εκατομμύρια.
2. Σε σύνολο 1,124 εκατομμυρίων ανέργων στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2016, οι 367,8 χιλιάδες είχαν συμπληρώσει το 45ο έτος της ηλικίας τους καταλαμβάνοντας μερίδιο 32,72% στις τάξεις των ανέργων. Η αύξηση των ανέργων άνω των 45 είναι εκρηκτική αν συγκριθεί με τα επίπεδα της… δραχμής. Στο δ’ τρίμηνο του 2001 οι άνεργοι ήταν 526,3 χιλιάδες και τα άτομα ηλικίας άνω των 45 ήταν μόλις 79,8 χιλιάδες, με το σχετικό ποσοστό να περιορίζεται στο 15%. Κάτι που σημαίνει ότι στη 15ετία έχουμε υπερδιπλασιασμό του ποσοστού των ανέργων ηλικίας άνω των 45 ετών.
3. Από τα 4,772 εκατομμύρια Έλληνες που ανήκουν στο εργατικό δυναμικό της χώρας και έχουν συμπληρώσει τα 15, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ανήκει το 1,898 εκατομμύριο που αντιστοιχεί στο 39,77%. Το εργατικό δυναμικό της χώρας ήταν αντίστοιχο και το 2001 καθώς στο δ’ τρίμηνο του συγκεκριμένου έτους έφτανε στα 4,678 εκατομμύρια. Η διαφορά είναι ότι προ 15 ετών, τα άτομα ηλικίας άνω των 45 ετών ήταν μόλις 1,447 εκατομμύριο με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν στο 31% του συνόλου του εργατικού δυναμικού της χώρας.
«Γερασμένο» εμφανίζεται και το μη οικονομικά ενεργό κομμάτι της χώρας. Σε σύνολο 4,427 εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν αναζητούν πλέον εργασία, τα 3,255 εκατομμύρια (ποσοστό 73,5%) έχει ξεπεράσει τα 45. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι πλέον συνταξιούχοι κάτι που σημαίνει ότι η οικονομία δεν μπορεί να περιμένει σημαντική αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων από τη συγκεκριμένη «δεξαμενή». Πριν από 15 χρόνια, στο 4ο τρίμηνο του 2001, το μη οικονομικά ενεργό κομμάτι του πληθυσμού ήταν και πάλι 4,486 εκατομμύρια άτομα. Μόνο που τότε αυτοί που είχαν συμπληρώσει τα 45 ήταν 2,941 εκατομμύρια αντιστοιχώντας στο 65% του μη οικονομικά ενεργού τμήματος του πληθυσμού.
Η μερική απασχόληση
Η μερική απασχόληση γίνεται ολοένα και δημοφιλέστερη μέθοδος απασχόλησης στους κρισιμότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Από τους 374,3 χιλιάδες μερικώς απασχολούμενους -οι 152,5 χιλιάδες είναι άνδρες και οι 221,8 χιλιάδες είναι γυναίκες- οι περισσότεροι απασχολούνται στο χονδρικό και στο λιανικό εμπόριο (71,3 χιλιάδες).
Ακολουθεί ο κλάδος των καταλυμάτων και της εστίασης με 64 χιλιάδες, ενώ 46,8 χιλιάδες απασχολούνται στον πρωτογενή τομέα. Τέταρτος κατά σειρά όσον αφορά τη δημοφιλία της μερικής απασχόλησης είναι ο χώρος της εκπαίδευσης με 41 χιλιάδες άτομα. Οι περισσότεροι μερικώς απασχολούμενοι είναι απόφοιτοι λυκείου (152,9 χιλιάδες σε σύνολο 374,3 χιλιάδων), ενώ υπάρχουν και 79,1 χιλιάδες πτυχιούχοι πανεπιστημίου αλλά και 41,3 χιλιάδες απόφοιτοι ΤΕΙ. Μόλις 8,2 χιλιάδες με μεταπτυχιακό απασχολούνται μερικώς.
Πηγή: Ναυτεμπορική