Μάλιστα, εκφράζεται η πεποίθηση πως «τα προβλήματα δεν λύνονται μόνο με την ανακατανομή εισοδημάτων από τους περισσότερο στους λιγότερο ικανούς ή τυχερούς στην παραγωγική διαδικασία. Το μόνο που κάνει η πολιτική αυτή είναι να διαιωνίζει τη φτώχεια και την ανημπόρια, με την υπερφορολόγηση των πιο παραγωγικών στρωμάτων, να στερεί από τους ανθρώπους που υποφέρουν τις δουλειές που θα τους βοηθήσουν να ορθοποδήσουν».
Αναφορικά με τη διατήρηση περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων υποστηρίζεται πως είναι «αντιπαραγωγική». Κι αυτό διότι «εμποδίζει τα ελληνικά νοικοκυριά να επενδύουν τις αποταμιεύσεις τους κατά το δοκούν, εξασθενώντας τη ροπή προς αποταμίευση καθώς οι επιλογές εναλλακτικών τοποθετήσεων, μετά την κατάρρευση και της οικοδομής, είναι περιορισμένες. Αλλά ούτε και οι ξένοι επενδυτές θα επιλέξουν να φέρουν τα λεφτά τους σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι οι ροές κεφαλαίων με το εξωτερικό είναι διασφαλισμένες.
Ταυτόχρονα, το κόστος για την οικονομία είναι τεράστιο, καθώς οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιτρέπουν στην κυβέρνηση να κωλυσιεργεί στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, μιας και δεν υπάρχουν σοβαρές πιέσεις μαζικής φυγής των καταθέσεων από τις τράπεζες κάθε φορά που αυξάνεται η αβεβαιότητα, όπως γινόταν πριν από την επιβολή τους».
Τα στοιχεία
– Το 2014, το 72,1% των νοικοκυριών είχε ιδιόκτητη κύρια κατοικία. Μάλιστα, το 35,7% έχει και πρόσθετα ακίνητα στην κατοχή του, το 70,6% των νοικοκυριών έχει αυτοκίνητο και ένα 15,7% έχει κάποια ατομική επιχείρηση (από 9,8% των νοικοκυριών το 2009, πριν από την κρίση).
– Το 73,9% των νοικοκυριών διέθετε καταθέσεις σε τράπεζες, διάμεσης αξίας €2.000, και ένα πολύ μικρό μονοψήφιο ποσοστό νοικοκυριών διέθετε και άλλα χρηματοοικονομικά επενδυτικά προϊόντα, όπως ομόλογα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια κ.τ.λ.
– Τον Ιούνιο 2016, τα υπόλοιπα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ανέρχονταν σε €67,2 δισ. και €27,6 δισ. αντιστοίχως, με το 41,8% των στεγαστικών και το 55,3% των καταναλωτικών να είναι μη εξυπηρετούμενα. Ενα ποσοστό 40% των στεγαστικών και 65% των καταναλωτικών δανείων είναι σε οριστική καθυστέρηση και οι συμβάσεις έχουν καταγγελθεί.
– Το 2014 μόνο το 13,5% των νοικοκυριών στην Ελλάδα, έναντι του 45,1% στην ευρωζώνη, έχει τη δυνατότητα να αποταμιεύει σε τακτική βάση. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο στην ευρωζώνη. Αντιστοίχως, το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι μπορούν να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από φίλους ή συγγενείς είναι 36,4% στην Ελλάδα, έναντι 52,3% στην ευρωζώνη, που είναι το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό στις χώρες της ευρωζώνης.
ΙΩΑΝΝΑ ΦΕΝΤΟΥΡΗ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου