Προς το παρόν, λόγω της συνέχισης της δημοσιονομικής ευελιξίας και για τον επόμενο χρόνο, τόσο η Ελλάδα όσο και τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε. δεν μπορούν να προωθήσουν την υλοποίηση μόνιμων μέτρων με δημοσιονομικό κόστος πάνω από 0,1% του ΑΕΠ. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2022 θα έχουμε μειώσεις φόρων και εισφορών ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ από τα οποία 1,6 δισ. ευρώ είναι έκτακτα μέτρα και 180 εκατ. μόνιμα, με συμφωνία των θεσμών, ενώ η μείωση του ΕΝΦΙΑ θα έχει μεν ελάφρυνση 200 εκατ. στον κύριο και συμπληρωματικό φόρο, αλλά θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερη.
Η επαναφορά στην «κανονικότητα» από το 2023 περνάει για την Ελλάδα από τρεις μεγάλους σταθμούς: Τον εκσυγχρονισμό του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τον ορισμό «λογικών» δημοσιονομικών στόχων και -το πιο σημαντικό- την επαναφορά της οικονομίας σε τροχιά υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Μεγάλη ευθύνη
Είναι σαφές ότι η επίτευξη και η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης για πολλά χρόνια είναι ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων. Οι προδιαγραφές υπάρχουν, αφού η χώρα έχει εξασφαλίσει εδώ και ένα χρόνο κοινοτικά κονδύλια 70,7 δισ. ευρώ (30,5 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης, 27 δισ. από το ΕΣΠΑ 2021-2027 και 20 δισ. ευρώ από αγροτικές επιδοτήσεις μέχρι και το 2030). Συνεπώς, η ευθύνη της ανάκαμψης δεν βαρύνει μόνο τη σημερινή αλλά και τις επόμενες κυβερνήσεις.
Προς το παρόν οι προσδοκίες των αγορών είναι ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να έχει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 3,5% για μια δεκαετία, όπως προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος, με τη σωστή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2021-2027. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δανείζουν την Ελλάδα, που δεν έχει ανακτήσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα, με επιτόκια χαμηλότερα από αυτά της Ιταλίας που είναι μέλος των πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου (G7).
Το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει μέσα από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής ανάπτυξη 3,6%, 6,2%, 4,1%, 4,4% και 3,3% αντίστοιχα για το 2021, το 2022, το 2023, το 2024 και το 2025. Μάλιστα, για φέτος η πρόβλεψη για ανάπτυξη 3,6% αναμένεται να αναθεωρηθεί προς τα πάνω λόγω της ταχύτερης ανάκαμψης της κατανάλωσης, της οικοδομικής δραστηριότητας, της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών το δεύτερο τρίμηνο του χρόνου και της ανάκαμψης του τουρισμού τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει για φέτος ανάπτυξη 4,3%, ΔΝΤ και ΟΟΣΑ, με στοιχεία που ελήφθησαν την περασμένη άνοιξη, προβλέπουν ανάπτυξη 3,8%, η Τράπεζα της Ελλάδος 4,2%, το ΙΟΒΕ 5%, το ΚΕΠΕ 4,7% και η Εθνική Τράπεζα 5,7%. Η επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης μεγαλύτερου από 3,6% φέτος θα δώσει καλύτερη βάση και για το 2022 που είναι ο χρόνος στον οποίο θα έχουμε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της πενταετίας.
Το στοίχημα για τις ελληνικές αρχές είναι να ξεπεράσουν το κακό ιστορικό της Ελλάδας στην αξιοποίηση κοινοτικών πόρων και να αξιοποιήσουν έγκαιρα και σωστά τα κονδύλια που έχουν δεσμευτεί για τη χώρα την επόμενη 10ετία. Επίσης, μεγάλο στοίχημα θα είναι να μην επηρεαστεί η διαδικασία από τον εκλογικό κύκλο ο οποίος αναμένεται να ανοίξει το αργότερο μέχρι και το τέλος του 2022.
Διαπραγμάτευση
ΑΑΔΕ: Στην Αθήνα οι επικεφαλής των φορολογικών διοικήσεων των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ
Η υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι «προαπαιτούμενο» για τη δύσκολη διαπραγμάτευση που θα πρέπει να κάνει το οικονομικό επιτελείο τον επόμενο χρόνο για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας από το 2023 και μετά. Κοινοτικοί αξιωματούχοι έχουν παραδεχθεί ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, στα οποία είχε υποχρεωθεί η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου το 2018, ήταν επιβεβλημένα από την ανάγκη ταχείας μείωσης του χρέους και των αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας έως τότε. Σε αυτό τον νέο γύρο διαπραγματεύσεων το οικονομικό επιτελείο θα έχει το επιχείρημα της υψηλής ανάπτυξης, η οποία θα φτάνει σε μέσα ετήσια επίπεδα το 4,3% του ΑΕΠ από το 2021 μέχρι και το 2025. Το στοίχημα είναι οι θεσμοί να πειστούν ότι η Ελλάδα μπορεί να μειώσει ταχύτερα το χρέος της με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από ό,τι με σκληρούς δημοσιονομικούς στόχους και να δεχθούν χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά.
Πηγές του υπουργείου Οικονομικών, πολύ προτού ξεκινήσει αυτή η συζήτηση, θεωρούν ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν να πειστούν να χαμηλώσουν τον πήχη για τα πρωτογενή πλεονάσματα κοντά στο 2,2% του ΑΕΠ, όπως προέβλεπε και η συμφωνία του 2018.
Ενα δεύτερο πιο αισιόδοξο σενάριο είναι να δεχθούν την ταχύτερη μείωση του χρέους λόγω υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης και να δεχθούν το πρωτογενές πλεόνασμα να περιοριστεί στο 1,5% του ΑΕΠ, όπως είχε προτείνει από το 2017 και το ΔΝΤ.
Το περιθώριο που θα έχει κάθε χρόνο το οικονομικό επιτελείο να προχωρά σε μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών θα ορίζεται από την υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος της κάθε χρονιάς. Συνεπώς, όσο η ανάπτυξη θα είναι ψηλά τόσο υψηλότερο θα είναι και το περιθώριο για ελαφρύνσεις.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης, με βάση το οποίο θα κρινόμαστε από τα μέσα του 2022 (τότε αναμένεται να σταματήσει το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας), θα είναι έλλειμμα 7,1% του ΑΕΠ φέτος και 0,5% το 2022. Το 2023 η Ελλάδα θα έχει ξανά πρωτογενές πλεόνασμα 2%, το 2024 2,8% και το 2025 3,7%.
«Μάχη» Βορρά-Νότου
Εξίσου κρίσιμη είναι η μάχη που θα δοθεί μεταξύ των Ευρωπαϊκού Βορρά με επικεφαλής τη Γερμανία και του Ευρωπαϊκού Νότου για την αναθεώρηση της μεθοδολογίας και των στόχων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η επί της ουσίας συζήτηση θα ξεκινήσει μετά τις γερμανικές εκλογές στις 26 Σεπτεμβρίου και η έκβαση θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από το κυβερνητικό σχήμα της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης.
Η συμμετοχή του κυβερνώντος σήμερα κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών θα δυσκολέψει παρά πολύ τον εκσυγχρονισμό του Συμφώνου, καθώς στις προκαταρκτικές συζητήσεις, που έγιναν μέχρι το τέλος Ιουλίου, Γερμανία, Ολλανδία και Φινλανδία ξεκαθάρισαν ότι η συζήτηση θα αφορά στην απλοποίηση σημείων του Συμφώνου και σε καμία περίπτωση αλλαγή των όρων αξιολόγησης των κρατών. Ωστόσο, το χρέος της ευρωζώνης θα παραμείνει και φέτος πάνω από το 100% του ΑΕΠ και το έλλειμμα πάνω από το 3% του ΑΕΠ.
Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα τάσσονται υπέρ της προσαρμογής των κριτηρίων στη μετά τον κορονοϊό εποχή, την οποία θα ακολουθήσει ασύμμετρη ανάπτυξη σε κάθε κράτος. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι αν συνεχιστεί η εφαρμογή των κριτηρίων του Συμφώνου, μπορεί η Ε.Ε. να κινδυνέψει να πέσει σε ύφεση. Υπενθυμίζεται ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας προέβλεπε έλλειμμα μικρότερο από 3% του ΑΕΠ και χρέος στο 60% του ΑΕΠ. Οσες χώρες ήταν πάνω από αυτά τα όρια θα έπρεπε να πάρουν άμεσα περιοριστικά μέτρα για να προσαρμοστούν. Το χρέος θα έπρεπε πρακτικά να μειωθεί κάτω από 3% του ΑΕΠ με περιοριστικά μέτρα το αργότερο μέσα σε δύο χρόνια, ενώ όσες χώρες είχαν χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ θα έπρεπε να το μειώνουν κατά 1/20 κάθε χρόνο μέχρι το ύψος του να φτάσει το όριο του Συμφώνου.
Η πρόταση που γίνεται είναι το κριτήριο να συνεχίσει να ισχύει, αλλά να εξετάζεται σε κυκλικά προσαρμοσμένη βάση. Αυτό σημαίνει ότι θα παραμείνει ο στόχος του 3%, λαμβάνοντας υπόψη την πορεία της οικονομίας. Η συνθήκη του κυκλικά προσαρμοσμένου ελλείμματος υπάρχει ήδη στο Σύμφωνο, αλλά… αγνοείται. Μια αλλαγή στην κατεύθυνση αυτή θα δώσει περιθώρια ευελιξίας στη δημοσιονομική πολιτική κάθε χώρας.
Χρέος
Σε ό,τι αφορά το χρέος, με το σημερινό Σύμφωνο, εφόσον η χώρα δεν ακολουθεί κάποιο πρόγραμμα σταθεροποίησης (π.χ. Μνημόνιο), η ρήτρα της ετήσιας μείωσης του χρέους κατά το 1/20 είναι ασφυκτική. Τούτο διότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα φτάσει το 2021 στο 200% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι αν ίσχυαν φέτος οι κανόνες, η Ελλάδα θα έπρεπε να μειώσει το χρέος της κατά τουλάχιστον 10% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να προχωρήσει σε περιοριστικά μέτρα. Η πρόταση που γίνεται είναι η ετήσια προσαρμογή του χρέους να συνδέεται με τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, ενώ θα εισάγεται και η έννοια της βιωσιμότητας του χρέους.
Ενα τρίτο μεγάλο θέμα που κερδίζει έδαφος είναι η πρόταση να μην προσμετρώνονται στο έλλειμμα οι δαπάνες που θα γίνονται για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις αρχές του 2020 μέχρι τώρα η Ελλάδα έχει δώσει σε αποζημιώσεις για καταστροφές οι οποίες συνδέονται με την κλιματική αλλαγή 1,6 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα μεγάλα ποσά είχαν η Ισπανία, η Ιταλία από τις πρόσφατες πυρκαγιές αλλά και η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο από τις πλημμύρες του Ιουλίου. Η πρόταση αυτή έχει πιθανότητες να περάσει έστω και με περιορισμούς στο νέο Σύμφωνο.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το ELEFTHEROSTYPOS.GR με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.
Ακολούθησε το eleftherostypos.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις
- Διπλό παιχνίδι από την Τουρκία: Σάλος με τα fake news που ωθούν μετανάστες στα ελληνοτουρκικά σύνορα
- Επιμένει η Μπάρμπα: Κάποιος μου την είχε στημένη για να με εκδικηθεί
- Οικογενειακή τραγωδία στη Λάρισα – Σκοτώθηκαν σε τροχαίο πατέρας και γιος
- Καιρός: Πέφτει η θερμοκρασία – Πού θα βρέχει την Κυριακή
- Θεσσαλονίκη – Απαγωγή 10χρονης: Σοκάρουν οι αποκαλύψεις – Η 33χρονη αναζητούσε θύματα σε ορφανοτροφεία
- Κορονοϊός 28/08: 3.064 κρούσματα, 35 θάνατοι, 333 διασωληνωμένοι
- Βάσεις 2021: Οι πρώτοι των… πρώτων μιλούν στον «Ε.Τ.» για την επιτυχία τους
- «Macedonia the great» – Πώς ο ΣΕΒΕ κατάφερε να κατοχυρώσει τα μακεδονικά προϊόντα στην Ευρώπη
- Ακης Τσοχατζόπουλος: Από κορυφαίος του ΠΑΣΟΚ στην εμπλοκή με σκάνδαλα
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr
Ακολουθήστε το EleftherosTypos.gr σε Instagram, Facebook και Twitter