Ωστόσο, όπως αναφέρεται, «εάν η ελληνική οικονομία θέλει να εισέλθει σε οδό βιώσιμης ανάπτυξης και όχι, όπως στο παρελθόν, ανάπτυξης-φούσκας, θα πρέπει να προαγάγει σειρά παραμέτρων, όπως την ποιότητα των θεσμών (το χρονοβόρο σύστημα δικαιοσύνης είναι ουσιαστικό μέρος αυτής), την εμπιστοσύνη μεταξύ κράτους και πολιτών (αυτό δεν γίνεται όσο το κράτος εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά στις οικονομικές σχέσεις του με τους πολίτες, π.χ. γνωρίζουμε ότι τα χρέη του κράτους προς τον πολίτη παραγράφονται εντός τριετίας ενώ του πολίτη προς το κράτος όχι πριν την παρέλευση 20ετίας), την απλοποίηση του φορολογικού νόμου, τη σταθερότητα και συνέπεια της πολιτικής, τη βελτίωση των υποδομών, την καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις, τη βελτίωση της αποδοτικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και της συνδέσεως της τριτοβάθμιας παιδείας με την αγορά, τη μείωση της γραφειοκρατίας ώστε να αυξηθεί η αποδοτικότητα και η παραγωγικότητα του κρατικού μηχανισμού, και πολλά άλλα μέτρα τα οποία αναδεικνύονται από τους δείκτες και υποδείκτες που καταρτίζει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΟΟΣΑ.
Ακόμη, όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, στη θετική προοπτική βελτίωσης των συνθηκών στην ελληνική οικονομία θα συμβάλλει μία ευνοϊκή εξέλιξη στα μεγέθη των επενδύσεων, ενώ προοδευτική βελτίωση προσδοκάται σε βραχυχρόνιο ορίζοντα και από την πλευρά της ιδιωτικής κατανάλωσης, παρά τις αρνητικές πιέσεις που θα εξακολουθήσουν να ασκούνται στα εισοδήματα ορισμένων κατηγοριών νοικοκυριών λόγω της εφαρμογής μέτρων που προβλέπονται από το Πρόγραμμα Στήριξης. Παράλληλα, ομαλή αναμένεται να είναι τα προσεχή τρίμηνα η πορεία των συνιστωσών του εξωτερικού τομέα, με τις εισαγωγές αγαθών να τείνουν σε ανάκαμψη και τις εξαγωγές να ευνοούνται από τη βελτίωση του εγχώριου περιβάλλοντος».
Ωστόσο, η εκτιμώμενη πορεία του πραγματικού ΑΕΠ, στο τέλος του 2016 αλλά και κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017, όπως υπογραμμίζεται σε άρθρο στο ίδιο τεύχος του ΚΕΠΕ, δύναται να εξελιχθεί με περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκό τρόπο, σε εξάρτηση από μια πληθώρα κρίσιμων και αποφασιστικών παραγόντων. Οι παράγοντες αυτοί σχετίζονται, από τη μία πλευρά, με την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, τη διευθέτηση του ζητήματος του ελληνικού χρέους και την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από την άλλη πλευρά, συνδέονται με τις επιπτώσεις του ισχύοντος οικονομικού προγράμματος της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των επιβαρύνσεων και περιορισμών που αυτό υπαγορεύει για το διαθέσιμο εισόδημα των εγχώριων νοικοκυριών και την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σε ανάλυση, στο ίδιο τεύχος του ΚΕΠΕ για το διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον, σε ότι αφορά στη χώρα μας σημειώνεται ότι: «ξεκινώντας από το 2016, αναμένεται τελικά η ύφεση είτε να περιοριστεί αισθητά (-0,05%) είτε να καταγραφεί και μια ελαφρά ανάπτυξη σε μέσο επίπεδο, της τάξης του 0,1% περίπου. Α
πό την άλλη πλευρά, για το 2017 αναμένεται ανάπτυξη, η οποία όμως παρουσιάζει σημαντική απόκλιση από Οργανισμό σε Οργανισμό (από 1,3% έως 2,8%). Η ανάπτυξη αυτή θα βασιστεί στην ενεργό ζήτηση αλλά επίσης και στη επενδυτική δραστηριότητα η οποία, με τη σειρά της, θα συμβάλλει σταδιακά στην αύξηση των καθαρών εξαγωγών στο ΑΕΠ. Μια τέτοια εξέλιξη, εάν συνεχιστεί και το 2018, θα βοηθήσει σημαντικά και στην περαιτέρω χαλάρωση των capital controls.
Σε ό,τι αφορά το παραγωγικό κενό της χώρας, για το 2017 δεν υπάρχουν συγκλίνουσες απόψεις. Μάλιστα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι αυτές ποικίλλουν αισθητά (από -3,5% έως και -11,9% περίπου).
Επίσης, η αγορά εργασίας (ανεργία) δείχνει κάποια σημάδια βελτίωσης. Συγκεκριμένα, η ανεργία το 2017 αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 23,1% από 23,5% ένα χρόνο πριν. Επίσης ο αποπληθωρισμός δείχνει να τερματίζεται (με προβλέψεις από 0,0% έως 1,1% για το 2017), κυρίως λόγω της αύξησης των έμμεσων φόρων (π.χ. ΦΠΑ).
Αρνητική αβεβαιότητα στην όλη μακροοικονομική εξέλιξη δημιουργεί το ζήτημα της δεύτερης αξιολόγησης, καθώς επίσης και τα θέματα που συνδέονται με τους πρόσφυγες και το μεταναστευτικό. Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά θέματα, η μείωση των δαπανών για τόκους, από μέρος της Γενικής Κυβέρνησης, θα έχει μάλλον ως συνέπεια να παρουσιάσει η χώρα δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 2,7% του ΑΕΠ περίπου για το 2016. Για το 2017 (και το 2018) αναμένεται πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 1,75% (και 3,5%, αντίστοιχα) του ΑΕΠ. Τέλος, μια ουσιαστική αύξηση του ΑΕΠ, από το 2017 και μετά, σε συνδυασμό με τη μείωση των δαπανών για τόκους, αναμένεται να έχει θετικές επιπτώσεις και στον λόγο χρέους/ΑΕΠ αλλά και στην οικονομία γενικότερα».
Τέλος, από τα στοιχεία που εξετάζει το ΚΕΠΕ και αφορούν τις δαπάνες γενικότερα, αλλά και ειδικότερα τις λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου, είναι σαφές ότι η περαιτέρω μείωσή τους, αν δεν είναι ιδιαίτερα στοχευμένη, θα οδηγήσει σε δυσλειτουργία των φορέων.
«Η επισκόπηση δαπανών που ξεκίνησε από επιλεγμένα υπουργεία το 2016, Οικονομικών, Οικονομίας και Ανάπτυξης και Πολιτισμού και Αθλητισμού, και αναμένεται να επεκταθεί σε όλη τη Γενική Κυβέρνηση μέσα στο 2017, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο αν δεν γίνει με μοναδικό γνώμονα τη μείωση των δαπανών κατά ένα ποσοστό, αλλά τη βέλτιστη ανακατανομή της δαπάνης με βάση τα κριτήρια της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, και, με απώτερο σκοπό, τη συνδρομή στη βελτίωση της αναπτυξιακής προοπτικής μεσοπρόθεσμα» όπως σημειώνεται.