Ωστόσο, υπό τις παρούσες συνθήκες, ακόμη και αν οι βασικοί παίκτες κάνουν κάποιες υποχωρήσεις, η Ελλάδα είναι σχεδόν αδύνατο να αποφύγει τα πρόσθετα προληπτικά μέτρα για τα οποία πιέζει κυρίως το ΔΝΤ ώστε να διασφαλίζεται ο στόχος για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ. Σε ό,τι αφορά το ύψος των προληπτικών μέτρων τα πράγματα δείχνουν λίγο καλύτερα. Στην Ε.Ε. εκτιμούν ότι αν η Ελλάδα νομοθετήσει άμεσα τη μείωση του αφορολογήτου τότε το βάρος δεν θα είναι στα 4,5 δισ., όπως υπολογιζόταν αρχικά, αλλά κοντά στα 2,5.
Στην έκθεση που παρουσιάστηκε κατά τη χθεσινή συνεδρίαση του Δ.Σ. του Ταμείου περιγράφεται τι ακριβώς ζητά στο φορολογικό πεδίο. Κάνει λόγο για διαρθρωτικές, δημοσιονομικά ουδέτερες αλλαγές στη φορολογία. Η αντίληψη του Ταμείου είναι ότι με τη μείωση του αφορολογήτου στα 6.000 ή και τα 5.000 ευρώ θα διευρυνθεί η φορολογική βάση και έτσι η Ελλάδα θα μπορέσει να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές για τα φυσικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις ενώ θα μπορούσε να μειώσει και τους συντελεστές ΦΠΑ κατά 1%. Με αυτή την κρίσιμη επεξήγηση το Ταμείο μειώνει ουσιαστικά τις «καθαρές» απαιτήσεις του στο μισό, στέλνοντας όμως στην Ελλάδα το άλλο μισό του λογαριασμού.
Περαιτέρω το ΔΝΤ ζητά από την Ελλάδα την περικοπή των παλιών συντάξεων, απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου.
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες ζητά την προληπτική ενίσχυσή τους με πρόσθετα κεφάλαια και δράσεις για την επιτάχυνση των κόκκινων δανείων ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νέας αναγκαστικής ανακεφαλαιοποίησής τους μέχρι και το φθινόπωρο του 2018.
Την εκτίμηση αυτή επιβεβαίωναν χθες και κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι τόνιζαν ότι το ΔΝΤ βάζει νερό στο κρασί του και για το χρέος ζητώντας επιπρόσθετα από τη Γερμανία την περιγραφή και την ποσοστικοποίηση της λύσης για το χρέος χωρίς όμως να απαιτεί την εφαρμογή της από τώρα.
Γερμανικό «όχι»
Ωστόσο, η Γερμανία δείχνει να αρνείται να κάνει έστω και ένα βήμα πίσω στο θέμα της περαιτέρω συζήτησης για τη μείωση του ελληνικού χρέους. Παράλληλα όμως δεν συζητά και για τη συνέχιση του ελληνικού προγράμματος χωρίς την ενεργό εμπλοκή του ΔΝΤ. Χθες για άλλη μια φορά ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας επανέλαβε στην τακτική του ενημέρωση ότι «το ελληνικό πρόγραμμα θα τερματιστεί εάν το ΔΝΤ αποχωρήσει απ’ αυτό».
Στη χθεσινή συνεδρίαση ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Ταμείο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος παρουσιάστηκε με ένα συγκεκριμένο υπόμνημα στο οποίο αμφισβητούσε ευθέως τις προβλέψεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα λόγω της υπεραπόδοσης της οικονομίας το 2015 και το 2016. Ο κ. Ψαλιδόπουλος μετέφερε τη θέση της Αθήνας ότι η Ελλάδα δεν θα δεχθεί την εκ των προτέρων ψήφιση μέτρων για το 2019.
Επανέλαβε την ελληνική πρόταση για ένταξη συγκεκριμένων μέτρων σε ένα μακροχρόνιο κόφτη με μια θετική ρήτρα καλής εκτέλεσης. Την προϋπόθεση δηλαδή ότι, αν η Ελλάδα πετύχει τους στόχους της το 2018, τότε θα πρέπει να της επιτραπεί να μειώσει ξανά τον ΦΠΑ στα νησιά και να μειώσει το μη μισθολογικό κόστος σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Παπαθανάσης: 187 επενδυτικά σχέδια για τη δημιουργία 989 νέων θέσεων εργασίας
Συμμετοχή του Ταμείου
Το βασικό θέμα της έκθεσης της Ντέλια Βελκουλέσκου και του Πόουλ Τόμσεν είναι η μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, το οποίο χωρίς κάποια γενναία αναδιάρθρωση από τους Ευρωπαίους δανειστές θα προσεγγίσει, σύμφωνα με το Ταμείο, το 275% του ΑΕΠ ως το 2060. Η επισήμανση αυτή έχει αποδέκτη τη Γερμανία και τους συμμάχους της, οι οποίοι αρνούνται πεισματικά να υποχωρήσουν από τον προγραμματισμό τους για συνολική λύση το 2018.
Ως εκ τούτου, το αντικείμενο της χθεσινής συνεδρίασης περιορίστηκε στην έκθεση Τόμσεν – Βελκουλέσκου και τη δεύτερη έκθεση που αφορούσε την ex post αξιολόγηση του δεύτερου ελληνικού προγράμματος που απέτυχε.
Εκπρόσωποι του Ταμείου τόνιζαν ότι συζήτηση για τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα δεν υπήρχε από την αρχή, καθώς δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη σχετική εισήγηση προς το Δ.Σ. του Ταμείου.
Ο Ντράγκι
Στο μεταξύ, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, στην Ευρωβουλή, αναφέρθηκε στην ποσοτική χαλάρωση και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Οπως είπε, πριν από την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πρέπει αρχικά να δούμε τη βιωσιμότητα του χρέους, εξετάζοντας τόσο τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που ήδη ελήφθησαν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) όσο και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που συζητούνται. «Με άλλα λόγια, πρέπει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση», είπε, προσθέτοντας ότι «μόλις γίνει αυτό, το Δ.Σ. της ΕΚΤ με απόλυτη ανεξαρτησία θα κάνει τη δική του αξιολόγηση και τότε μόνο μπορούμε να μιλάμε για αγορά χρέους. Μπορεί να είμαστε κοντά στο στόχο αυτό αν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση σύντομα ή μπορεί να περάσουμε περισσότερο χρόνο (εάν δεν ολοκληρωθεί η δεύτερη η αξιολόγηση)», κατέληξε ο πρόεδρος της ΕΚΤ.
Απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Γιώργου Κύρτσου, ανέφερε καταρχήν ότι στην Ελλάδα έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος και έχουν γίνει αξιοσημείωτες αλλαγές, ενώ για τις συζητήσεις στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης είπε ότι «κολλάνε» στα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Τα άλλα θέματα είναι το κλείσιμο του δημοσιονομικού κενού του 2018 και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στη Δικαιοσύνη και την αγορά ενέργειας. «Εγώ θα πρόσθετα σε αυτά και τον τομέα που ενδιαφέρει άμεσα την ΕΚΤ, αυτό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και το πώς θα δοθεί δύναμη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα», είπε.
Στις Βρυξέλλες τονίζουν την επιτακτική ανάγκη να «ξεμπλοκάρει» το συντομότερο η δεύτερη αξιολόγηση, ενώ δεν πρόκειται να αναλάβουν καμία πρωτοβουλία, θεωρώντας ότι η μπάλα βρίσκεται στην πλευρά της κυβέρνησης και από αυτήν αναμένουν συγκεκριμένες κινήσεις.
Η μεθαυριανή συνεδρίαση της Ομάδας Εργασίας (EWG) του Εurogroup χαρακτηρίζεται ορόσημο, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χαθεί. Εάν δεν αποφασιστεί μέσα στην εβδομάδα η επιστροφή των θεσμών, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό λόγω των εκλογών σε χώρες της ευρωζώνης, που μπορεί να βάλουν το ελληνικό ζήτημα στο «ψυγείο», ανέφερε κοινοτική πηγή.
Σχετικά με το ενδεχόμενο «σαλαμοποίησης» της αξιολόγησης που διακινούσαν χθες κυβερνητικοί κύκλοι, κοινοτικές πηγές τόνιζαν ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Χωρίς ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης με τα προληπτικά μέτρα για τη διασφάλιση του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, δεν υπάρχει περίπτωση να αποφασίσει η ΕΚΤ την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Κι αυτό γιατί μια τέτοια απόφαση προϋποθέτει βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Επί της ουσίας, οι Ευρωπαίοι, εάν η κυβέρνηση αποδεχθεί τη νομοθέτηση μέτρων, είναι διατεθειμένοι να κάνουν από την πλευρά τους ένα βήμα για περαιτέρω διευκρίνιση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, ώστε να «διαβάζονται» καλύτερα από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ, αλλά και τις αγορές. Εάν την Πέμπτη σημειωθεί σημαντική πρόοδος στο ελληνικό ζήτημα στη συνάντηση της Ομάδας Εργασίας, είναι πιθανό να ακολουθήσει με πρωτοβουλία του προέδρου του Εurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ τηλεδιάσκεψη μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών για την προετοιμασία της συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις 20 Φεβρουαρίου.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου