Η ελληνική νομοθεσία περί ομαδικών απολύσεων είναι περιοριστική και ασαφής, γνωμοδότησε χθες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο προσδιορίζει επακριβώς τις πτυχές του νόμου 1387/1983 που δεν είναι συμβατές με το Κοινοτικό Δίκαιο.
Οι αλλαγές
Το δικαστήριο, ωστόσο, δεν είναι αυτό που θα καθορίσει το εύρος των αλλαγών, αλλά η τρόικα. Οι δανειστές έχουν ήδη ξεκαθαρίσει και διαμηνύσει στο υπουργείο Εργασίας (σ.σ.: από το καλοκαίρι με κείμενο 21 σελίδων για τις αλλαγές που προτείνουν στα εργασιακά το οποίο είχε αποκαλύψει ο «Ε.Τ.») ότι οι ομαδικές απολύσεις, αυτές δηλαδή που σήμερα απαγορεύονται αν είναι πάνω από το 5% του προσωπικού, θα πρέπει να μην έχουν τους άκαμπτους περιορισμούς που ισχύουν σήμερα (σ.σ.: έγκριση κατόπιν απόφασης του γενικού γραμματέα, δηλαδή κατ’ ουσίαν έγκριση από τον ίδιο τον υπουργό), αλλά να επιτρέπονται χωρίς περιορισμούς, αρκεί να υπάρχουν εγγυήσεις για μέτρα κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων μετά την απόλυση, όπως η αποζημίωσή τους, αλλά και η τυχόν επαναπρόσληψή τους σε μελλοντικό στάδιο.
Το υπουργείο πήρε λοιπόν το πρώτο σήμα για αλλαγές στο νόμο των ομαδικών απολύσεων από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και εξετάζει σε πρώτη φάση αλλαγές στα κριτήρια. Η τελική ρύθμιση όμως θα γίνει με τους δανειστές που θα πιέσουν όχι μόνο για αλλαγές στις ομαδικές απολύσεις, αλλά και για την αύξηση των ορίων στα ποσοστά των απολύσεων που επιτρέπονται κάθε μήνα από 5% σε 10% για επιχειρήσεις με 100 άτομα και άνω αντί 150 και άνω που εφαρμόζεται σήμερα το μηνιαίο όριο απολύσεων 5%.
Αρμόδιο στέλεχος του υπουργείου, σχολιάζοντας την απόφαση, είπε στον «Ε.Τ.»: «Η απόφαση είναι κατ’ αρχήν θετική. Επιτρέπει τη διατήρηση προέγκρισης, από δημόσια αρχή, με ουσιαστικό έλεγχο. Απλώς ζητά περισσότερο εξειδικευμένα κριτήρια ελέγχου. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα εναρμονιστούμε». Τα κριτήρια που θα γίνουν πιο ελαστικά στις ομαδικές απολύσεις έχουν να κάνουν με τους «λόγους προστασίας των εργαζομένων» και το «συμφέρον της εθνικής οικονομίας». Θεωρείται βέβαιο ότι η έγκριση των όρων για τις ομαδικές απολύσεις θα φύγει από το υπουργείο Εργασίας και θα περάσει ίσως και σε ανεξάρτητο φορέα.
Εν όψει ΔΕΚΟ
Το θέμα των ομαδικών απολύσεων ενδιαφέρει τους δανειστές γιατί θέλουν οι ΔΕΚΟ που θα αποκρατικοποιηθούν με το ταμείο που πήρε για 99 χρόνια τη διαχείριση της κρατικής περιουσίας να διέπονται από ένα ευέλικτο εργασιακό καθεστώς και η δυνατότητα για γρήγορες αντικαταστάσεις προσωπικού με μαζικές απολύσεις είναι από τα ζητήματα που θεωρούν ότι θα προσελκύσουν επενδυτές.
Άνοιξε τον ασκό
ΟΠΕΚΑ: «Κλείδωσε» η ημερομηνία για την πληρωμή έκτακτων επιδομάτων - Πότε βλέπουν τα χρήματα οι δικαιούχοι
Το όλο θέμα ξεκίνησε μετά από προσφυγή στη Δικαιοσύνη της πολυεθνικής τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής, η οποία δεν μπορούσε να προβεί στις σχεδιαζόμενες 236 απολύσεις, λόγω του 1387/1983.
Ο εν λόγω νόμος προβλέπει ότι εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων σε σχέδιο ομαδικών απολύσεων, ο νομάρχης (της περιοχής όπου βρίσκεται η επιχείρηση) ή ο υπουργός Εργασίας δύνανται, λαμβάνοντας υπόψη τρία κριτήρια (τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας), να μην επιτρέψουν την πραγματοποίηση μέρους ή του συνόλου των σχεδιαζόμενων απολύσεων.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο ερωτά εάν η έγκριση από το νομάρχη ή τον υπουργό είναι σύμφωνη με την κοινοτική οδηγία 98/59/ΕΚ για τις ομαδικές απολύσεις και την ελευθερία εγκατάστασης. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, το ελληνικό δικαστήριο ερωτά εάν η εθνική ρύθμιση μπορεί, παρά ταύτα, να κριθεί συμβατή με το Δίκαιο της Ενωσης, δεδομένου ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η Οδηγία δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που παρέχει σε δημόσια αρχή την εξουσία να μην επιτρέψει ομαδικές απολύσεις με αιτιολογημένη απόφαση. Σε αυτό το θέμα εναπόκειται στο ελληνικό δικαστήριο να εξετάσει εάν, λόγω των εφαρμοζόμενων από τις ελληνικές αρχές κριτηρίων, οι εργοδότες δεν έχουν ουσιαστικά καμία δυνατότητα πραγματοποίησης ομαδικών απολύσεων.
Το δικαστήριο διαπιστώνει επίσης περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης επιχειρήσεων καθώς η ισχύουσα νομοθεσία είναι ικανή να περιορίσει σημαντικά ή και να εξαλείψει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων άλλων κρατών-μελών να ρυθμίσουν τη δραστηριότητά τους ή και να την παύσουν, αποδεσμεύοντας, στο πλαίσιο αυτό, τους εργαζομένους τους οποίους έχουν προηγουμένως προσλάβει.
Ωστόσο, υπενθυμίζει ότι ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως είναι η προστασία των εργαζομένων ή η αύξηση της απασχόλησης και των προσλήψεων. Το δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν είναι αντίθετη στην ελευθερία εγκατάστασης (άρθρο 49 της συνθήκης) ούτε στην επιχειρηματική ελευθερία που κατοχυρώνεται με το άρθρο 16 μια εθνική νομοθετική ρύθμιση κράτους- μέλους κατά την οποία τα σχέδια ομαδικών απολύσεων πρέπει, προτού υλοποιηθούν, να κοινοποιούνται σε εθνική αρχή με εξουσία ελέγχου, στο πλαίσιο της οποίας δύναται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εναντιώνεται σε τέτοιο σχέδιο για λόγους προστασίας των εργαζομένων και της απασχόλησης.
Περαιτέρω, το δικαστήριο εξετάζει τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια ομαδικών απολύσεων. Το δικαστήριο κρίνει ότι το πρώτο κριτήριο (συμφέρον της εθνικής οικονομίας) δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς η επίτευξη σκοπών οικονομικής φύσης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο γενικού συμφέροντος που να δικαιολογεί περιορισμό ελευθερίας, όπως είναι η ελευθερία εγκατάστασης.
Αντιθέτως, όσον αφορά τα δύο άλλα κριτήρια εκτίμησης (κατάσταση της επιχείρησης και συνθήκες της αγοράς εργασίας), μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει δεκτό ότι σχετίζονται με την προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης. Ωστόσο, διαπιστώνει ότι τα δύο αυτά κριτήρια έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο υπέρμετρα γενικό και ασαφή.
Κατά συνέπεια, οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες δεν γνωρίζουν υπό ποιες συγκεκριμένες και αντικειμενικές περιστάσεις μπορούν οι ελληνικές αρχές να εναντιωθούν σε σχέδια ομαδικών απολύσεων: οι περιπτώσεις είναι πολυάριθμες, απροσδιόριστες και μη προσδιορίσιμες, τα δε κριτήρια αυτά παρέχουν στις ελληνικές αρχές ευρύ περιθώριο εκτίμησης που δεν μπορεί ευχερώς να ελεγχθεί.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΙΚΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου