Αυτή είναι η κεντρική ιδέα στη ειδική έκθεση για την Ελλάδα για την αποτελεσματικότητα των τριών προγραμμάτων σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας που συνέταξε ο γνωστός από τα παλιά κ. Χοακίν Αλμούνια μετά από εντολή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Η έκθεση παρουσιάστηκε χθες κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΕΜΣ μαζί με την έκθεση πεπραγμένων του οργανισμού για το 2019.
Ο πρώην αντιπρόεδρος της Κομισιόν και επίτροπος αρμόδιος για οικονομικά και νομισματικά θέματα ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε μια χαρακτηριστική αναφορά για τη μεγάλη εικόνα των μνημονίων τονίζει πως δόθηκε τόση έμφαση στη δημοσιονομική προσαρμογή που επέτρεψε στους Ελληνες πολιτικούς να «κρυφτούν» πίσω από τις υποχρεώσεις τους να παρουσιάζουν δημοσιονομικές επιδόσεις και να μην κάνουν μεταρρυθμίσεις.
Ενα δεύτερο, χαρακτηριστικό σχόλιο που γίνεται μέσα στην έκθεση είναι η διαφορετική στρατηγική που υπήρχε στους θεσμούς που σχεδίαζαν και εφάρμοζαν τα προγράμματα με αποτέλεσμα τα αποτελέσματα να υπολείπονται σημαντικά από τους στόχους που είχαν τεθεί. Μάλιστα απέναντι και στις διαφορετικές στρατηγικές που υπήρχαν και την επιθυμία του καθένα από τους θεσμούς να πετύχει τους δικούς του στόχους δημιουργούσε σύγχυση με αποτέλεσμα να γίνονται περισσότερα λάθη. Αναφέρει χαρακτηριστικά την περίπτωση του ΔΝΤ που το 2010 στην αρχή ήταν ο πιο αισιόδοξος και το 2017 ο πιο απαισιόδοξος από τους πιστωτές της Ελλάδας μένοντας σε απόσταση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. «Το ΔΝΤ μελέτησε το πρόβλημα και πλέον έχει αλλάξει το πλαίσιο για τα προγράμματά του», τονίζει η έκθεση, προτρέποντας να κάνουν το ίδιο και οι Ευρωπαίοι.
Εύθραυστη σταθεροποίηση
Από την άλλη ο κ. Αλμούνια παραδέχεται ότι η στήριξη «που δόθηκε στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία απέτρεψε το Grexit και τη χρεοκοπία, βοήθησε την ελληνική οικονομία να σταθεροποιηθεί και να αναπτυχθεί», σημειώνει. Δέχεται επίσης ότι η Ελλάδα έκανε «τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση του χρέους και μία άνευ προηγουμένου δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά με την επακόλουθη απώλεια παραγωγής και με κοινωνικές συνέπειες, αλλά ταυτόχρονα η Ελλάδα και οι πολίτες της υπέστησαν τις συνέπειες οκτώ ετών οικονομικής προσαρμογής».
Στο πεδίο της αποτελεσματικότητας σημειώνει ότι το πρόγραμμα ESM απέτυχε να υποστηρίξει «συστηματικά και σθεναρά» τον στόχο της μακροπρόθεσμης μακροοικονομικής βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας. «Ο μακροοικονομικός αντίκτυπος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν ελήφθη υπόψη συστηματικά από τα θεσμικά όργανα στις προβλέψεις τους, στον σχεδιασμό προγραμμάτων στις επιμέρους αξιολογήσεις», σημειώνει η έκθεση.
Στο μεταξύ η συνισταμένη ενός αδύναμου μοντέλου δημόσιας διοίκησης και πάγιων αδυναμιών σε επιμέρους φορείς οδήγησαν στο γεγονός τα οφέλη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων να υλοποιηθούν πολύ αργότερα από το αναμενόμενο. «Η ανθεκτικότητα στα σοκ των κύριων μακροοικονομικών δεικτών και θεσμών βελτιώθηκε, αλλά οι προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης είναι συγκρατημένες λόγω της αργής αύξησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας καθώς και της ελλιπούς εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων», υπογραμμίζει η έκθεση.
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες αναφέρει ότι «τα μέτρα για την αντιμετώπιση προβλημάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα αποκατέστησαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά το σύστημα εξακολουθεί να είναι εύθραυστο», σημειώνεται χαρακτηριστικά. Επίσης «η εισοδηματική ανισότητα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και τα συνολικά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας παρέμειναν σχετικά υψηλά λόγω των αναποτελεσματικών πολιτικών ένταξης στην εργασία».
Ποια λάθη έγιναν
Για το χρέος αναφέρεται πως η βιωσιμότητα βελτιώθηκε, «αλλά δεν αποκαταστάθηκε πλήρως». Ειδικότερα τονίζεται ότι «η δημοσιονομική εξυγίανση υπονόμευσε τον ρυθμό ανάπτυξης που ήταν απαραίτητος για μία σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Η μελλοντική συγκρατημένη ανάπτυξη, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και οι αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνδυνο για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ελλάδας» με αποτέλεσμα και τη δέσμευση του Eurogroup να επανεξετάσει το θέμα του χρέους αν χρειαστεί.
Αναφέρεται ακόμη και στην ασυμφωνία των θεσμών, κυρίως για το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους. «Το πρόγραμμα του ESM χαρακτηρίστηκε από ανοιχτή διαφωνία σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους μεταξύ των θεσμικών οργάνων, η οποία αποκάλυψε την εγγενή σύγκρουση μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προοπτικών επίλυσης κρίσεων», τονίζεται χαρακτηριστικά, ενώ σημειώνεται ότι τα θεσμικά όργανα απέτυχαν να κατανοήσουν πλήρως τις βασικές αιτίες της αδύναμης ιδιοκτησίας των προγραμμάτων, αφού «το σκεπτικό για τις μεταρρυθμίσεις και τα μακροπρόθεσμα οφέλη τους δεν εξηγήθηκαν καλά στο ελληνικό κοινό».
Σε ό,τι αφορά μελλοντικά προγράμματα ο ανεξάρτητος εκτιμητής προτείνει καλύτερο εξαρχής σχεδιασμό, καλύτερη συνεννόηση με τις εθνικές αρχές και των θεσμών μεταξύ τους και ένα νέο συνεκτικό πλαίσιο παρακολούθησης μετά το τέλος των προγραμμάτων.
ΕΚΘΕΣΗ ESM ΓΙΑ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ: Οικονομικός αντίκτυπος από το πανδημικό σοκ
Μαζί με την έκθεση του κ. Αλμούνια παρουσιάστηκε σήμερα στο Δ.Σ. του ΕSM και η ετήσια έκθεση για τη δραστηριότητα του οργανισμού το 2019.
Στο κομμάτι που αφιερώνει η έκθεση για την Ελλάδα αναφέρεται στην ανατροπή που έφερε η πρόσφατη υγειονομική κρίση σημειώνοντας ότι «αναμένεται να έχει σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο, προσθέτοντας σημαντική αβεβαιότητα στις ελληνικές οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές, όπως συνέβη και σε άλλα κράτη της Ευρώπης». Σημειώνει επίσης ότι «το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2020 θα επηρεαστεί επίσης από το πανδημικό σοκ λόγω των χαμηλότερων φορολογικών εσόδων και των μεγαλύτερων από το αναμενόμενο δαπανών».
Για τα επόμενα βήματα εξηγεί πως «οι πολιτικές ενίσχυσης της ανάπτυξης είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη μιας αειφόρου αναπτυξιακής πορείας και πρέπει να επιτευχθούν μέσω των δημόσιων επενδύσεων, ενισχύοντας παράλληλα την κοινωνική ασφάλεια και τηρώντας τους μεταπρογραμματικούς στόχους».
Από την έντυπη έκδοση