«Με ανησυχεί το γεγονός ότι σήμερα, αντί να επικεντρωθούν στον ριζικό μετασχηματισμό τους, επενδύοντας στην εξωστρέφεια, την ψηφιακή τεχνολογία, την καινοτομία και την εκπαίδευση και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, είναι αναγκασμένες να δώσουν μία ακόμη μάχη επιβίωσης» αναφέρει ο κ. Παπάζογλου και προσθέτει ότι «η κρίση αυτή θα λειτουργήσει ως καταλύτης θετικών αλλαγών, όπως για παράδειγμα με τη “βίαιη” ψηφιοποίηση διαδικασιών που υποχρεώθηκαν να κάνουν πολλές εταιρείες, αλλά και το δημόσιο. Θέλω να πιστεύω ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις θα αδράξουν την ευκαιρία αυτή και θα ανταποκριθούν και πάλι στην πρόκληση. Έχουν ήδη αποδείξει ότι μπορούν να το κάνουν και πιστεύω ότι θα σταθούν για ακόμη μια φορά στο ύψος των περιστάσεων».
Τα «τραύματα» του lockdown σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους
Σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου, «οι συνέπειες και οι παρενέργειες του lockdown διαφέρουν σημαντικά από κλάδο σε κλάδο και από επιχείρηση σε επιχείρηση. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, για ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων που υποχρεώθηκαν να κλείσουν, οι συνέπειες θα είναι βαριές, τόσο στην κερδοφορία, όσο και -κυρίως- στη ρευστότητα, ιδιαίτερα, μάλιστα, σε όσες είχαν προβλήματα επιβίωσης και πριν την εμφάνιση της πανδημίας». Όπως αναφέρει, για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να υπάρξει γρήγορη ανάκαμψη, πράγμα για το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε ακόμη βέβαιοι ότι είναι εφικτό. Ωστόσο, πρέπει και οι επιχειρήσεις να δείξουν προσαρμοστικότητα και βέβαια να υπάρξει στήριξη από την Πολιτεία, που να επικεντρώνεται στους τομείς που επλήγησαν περισσότερο και, ενδεχομένως, θα εξακολουθήσουν να πλήττονται στους επόμενους μήνες, όπως για παράδειγμα ο κλάδος της εστίασης και ο τουρισμός. Το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους.
Ο κ. Παπάζογλου σημειώνει ότι «δυστυχώς, όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους κρίσης, περισσότερο έχουν πληγεί οι πιο αδύναμοι – αυτοί που δεν είχαν δυνατότητα εργασίας από το σπίτι, οι εποχιακά απασχολούμενοι, οι πιο νέοι. Αυτοί θα πρέπει να υποστηριχθούν με εξειδικευμένα μέτρα και προγράμματα απασχόλησης ή και μετεκπαίδευσης, εάν θέλουμε να κάμψουμε την άνοδο των ποσοστών ανεργίας και να διατηρήσουμε ένα ενεργό εργατικό δυναμικό που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της EY Ελλάδος, ελάχιστες επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν τη συγκεκριμένη κρίση. Είναι ενδεικτικό ότι τo 79% των μελών Διοικητικών Συμβουλίων που έλαβαν μέρος σε πρόσφατη έρευνα της EY, εκτιμούσαν ότι οι επιχειρήσεις τους δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν ένα σενάριο έκτακτης ανάγκης. «Το εύρημα αυτό είναι αρκετά ανησυχητικό, αν αναλογιστεί κανείς την απρόβλεπτη κρίση που επακολούθησε και, γενικότερα, εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ζούμε σε μία περίοδο αστάθειας, όπου θα μπορούσαν δυνητικά να προκύψουν και άλλες κρίσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι να έχει θεσμοθετήσει μια επιχείρηση τους μηχανισμούς, τις διαδικασίες και τα πρωτόκολλα που θα της επιτρέψουν μία άμεση και αποτελεσματική αντίδραση σε απρόβλεπτες καταστάσεις, γενικότερα» αναφέρει.
Υπό αυτήν την έννοια, ο κ. Παπάζογλου, εκτιμά ότι ένα μέρος της ελληνικής επιχειρηματικότητας τα πήγε καλά. Ήταν οι επιχειρήσεις που είχαν, προ-κρίσης κιόλας, επενδύσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και την αναβάθμιση των τεχνολογικών υποδομών και υποδομών κυβερνοασφάλειας τους, που είχαν επιτύχει ευελιξία στις επιχειρηματικές δράσεις τους μέσα από τον επανασχεδιασμό του επιχειρηματικού τους μοντέλου και των οργανωτικών δομών τους, που είχαν θωρακίσει το δίκτυό τους μεταβαίνοντας σε σύγχρονες και διαφοροποιημένες εφοδιαστικές αλυσίδες και που είχαν, προ πάντων, επενδύσει στη θωράκιση του ανθρώπινου δυναμικού τους με νέες, ψηφιακές δεξιότητες. Ωστόσο, υπήρξαν και επιχειρήσεις που ήταν εντελώς απροετοίμαστες και δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν ή αποπειράθηκαν να προσεγγίσουν την κατάσταση με νοοτροπία «business as usual».
«Ανεξαρτήτως COVID-19, είναι κρίσιμο οι επιχειρήσεις αυτές να μπουν σε μια μετασχηματιστική τροχιά, επικεντρωνόμενες στην επιχειρηματική καινοτομία και την ψηφιοποίηση, για να μπορέσουν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Θα πρέπει, όπως λέμε στην EY, να σχεδιάσουν το μέλλον τους εστιάζοντας, όχι μόνο στο “τώρα”, αλλά και στην “επόμενη μέρα”, καθώς και το “μετέπειτα”» υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου.
Επίσης, προσθέτει ότι ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε η μετάβαση αρκετών τομέων του Δημοσίου στην «Ψηφιακή Εποχή», μέσα, μάλιστα, σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα. «Το e-government είναι κάτι για την ανάγκη και τη χρησιμότητα του οποίου, επιχειρηματολογούσαμε αρκετό καιρό στην Ελλάδα, και φάνηκε ότι η πανδημία επέσπευσε την έλευσή του! Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, το γεγονός ότι αρκετές κρίσεις αποτελούν γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της καινοτομίας – είτε αυτή αφορά την τεχνολογία, είτε απλά αφορά οργανωτικές δομές» επισημαίνει.
Η πανδημία, σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου, δίνει την ευκαιρία στις επιχειρήσεις να επανεξετάσουν τα σχέδια διαχείρισης κρίσεως και επιχειρησιακής συνέχειας που διαθέτουν και να τα αναθεωρήσουν, ούτως ώστε να μην ξαναβρεθούν προ εκπλήξεως – πολλές θα χρειαστεί να καταρτίσουν αντίστοιχα σχέδια, καθώς δε διέθεταν αντίστοιχες προβλέψεις στον σχεδιασμό τους, περνώντας έτσι σε μία νέα φάση επιχειρησιακής ετοιμότητας και ωριμότητας στο πώς αντιμετωπίζουν περιστατικά κρίσης.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της EY Ελλάδος, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προσαρμοστούν και σε νέες μεθόδους οργάνωσης της εργασίας. «Πρόσφατα η EY παρουσίασε ένα επιχειρησιακό πλαίσιο, το “Physical Return & Work Reimagined”, που στοχεύει στο να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να διαχειριστούν την επιστροφή των εργαζομένων στους χώρους εργασίας, και μέσω της χρήσης δεδομένων και τεχνολογίας, να σχεδιάσουν όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα την “επόμενη μέρα”, την “επόμενη κανονικότητα”. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι πλέον δε μιλάμε μόνο για ψηφιακό μετασχηματισμό – μιλάμε και για μετασχηματισμό του ανθρώπινου δυναμικού και, κυρίως, των παραδοσιακών τρόπων εργασίας», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου.
Αναγνωρίζοντας τον κρίσιμο ρόλο που θα κληθεί να διαδραματίσει η ελληνική επιχειρηματικότητα στην επανεκκίνηση της οικονομίας, την επαύριο της πανδημίας, καθώς και των τεράστιων προκλήσεων με τις οποίες ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη, εφέτος η EY αφιέρωσε το βραβείο του Έλληνα «Επιχειρηματία της Χρονιάς» στην ελληνική επιχειρηματικότητα στο σύνολό της. Σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου, «η απόφαση προήλθε από σχετική πρόταση των τεσσάρων νικητών των επιμέρους κατηγοριών του διαγωνισμού, την οποία αποδέχτηκε η ανεξάρτητη Κριτική Επιτροπή και με τη σύμφωνη γνώμη της EY. Ο Έλληνας “Επιχειρηματίας της Χρονιάς” δεν είναι ακόμα ένα επιχειρηματικό βραβείο, αλλά αποτελεί έναν διαγωνισμό – τον μοναδικό του είδους του, παγκοσμίως – όπου οι ίδιοι οι επιχειρηματίες προσέρχονται και υποβάλουν την υποψηφιότητά τους, για να κριθούν και να διακριθούν, ενώ περνούν από έναν εις βάθος έλεγχο, όχι μόνο των οικονομικών δεδομένων, αλλά και του επιχειρηματικού μοντέλου της επιχείρησης που ηγούνται, της κοινωνικής τους συνεισφοράς, της προσήλωσή τους στην προώθηση της καινοτομίας, αλλά και άλλων παραγόντων. Καταλαβαίνετε, συνεπώς, ότι η πρόταση αυτή των τεσσάρων νικητών, η οποία μας βρήκε απόλυτα σύμφωνους, έχει -εκτός από ειδικό βάρος- έναν ιδιαίτερο συμβολισμό και αξία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όπου η ελληνική επιχειρηματικότητα δοκιμάζεται».
Στη σωστή κατεύθυνση τα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων
Κληθείς να σχολιάσει τα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων από την κυβέρνηση, ο κ. Παπάζογλου αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι τα πρώτα μέτρα έπρεπε, εξ ανάγκης, να είναι άμεσα και, συνεπώς, οριζόντια, με αποτέλεσμα να ωφεληθούν πολλές κατηγορίες εργαζομένων και επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το μέγεθος της ζημιάς που είχαν υποστεί. «Οι ΚΑΔ, για παράδειγμα, μόνο μέχρι ένα βαθμό αντικατοπτρίζουν το πόσο εκτεθειμένη είναι μια επιχείρηση. Για να το πω απλά: χρησιμοποιήσαμε μία “ομπρέλα” γιατί μόνο αυτή είχαμε στη διάθεσή μας, εν μέσω κατακλυσμού. Όσο περνά ο καιρός, τα μέτρα θα πρέπει να είναι – και φαίνεται πως ήδη κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση – πολύ πιο εξειδικευμένα και στοχευμένα, καθώς οι επιπτώσεις σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας θα είναι πιθανότατα δυσανάλογες» επισημαίνει.
Ως προς την επάρκεια των μέτρων, o κ. Παπάζογλου εκτιμά ότι «είναι πολύ νωρίς να δώσουμε μία εκτίμηση, καθώς η κρίση είναι ακόμη σε εξέλιξη, ενώ αναμένονται και περαιτέρω κυβερνητικά μέτρα στήριξης της οικονομίας, μέσα και από κοινοτικούς πόρους. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι ακόμη δεν έχουμε δει τις πλήρεις συνέπειές της. Και, προφανώς, πρέπει να συνυπολογίσουμε τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Έχουμε την τύχη να ξεκινάμε από ένα πλεονασματικό προϋπολογισμό, αλλά, από την άλλη, έχουμε ένα τεράστιο χρέος που δεν μπορούμε να επιβαρύνουμε σημαντικά. Ως προς την κατεύθυνση των μέτρων, κρατάω ως θετικό το γεγονός ότι έχουν ως βασική προτεραιότητα τη στήριξη της απασχόλησης, ούτως ώστε το κόστος να μοιραστεί, κατά το δυνατόν, ισομερώς».
Επίσης, τονίζει ότι κρίσιμη σε αυτή την προσπάθεια στήριξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι και η παρέμβαση από πλευράς Ευρωπαϊκών Θεσμών. «Δυστυχώς, η Ευρώπη αντέδρασε αρκετά “μουδιασμένα” και έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να επιδείξει από νωρίς μία ενιαία στάση απέναντι στις καλπάζουσες εξελίξεις της πανδημίας, εμπλεκόμενη, για ακόμη μια φορά, σε διχαστικές διαβουλεύσεις, απογοητεύοντας αρκετούς. Φαίνεται, όμως, ότι το αδιέξοδο των πρώτων μηνών ξεπεράστηκε και υπάρχει κινητικότητα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς λαμβάνουμε θετικά μηνύματα για πακέτα και μέτρα στήριξης που σίγουρα θα ωφελήσουν και τη χώρα μας. Τέτοια μέτρα, σε συνδυασμό με την ένταξη, για πρώτη φορά, των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αποτελούν θετικές εξελίξεις εν μέσω κρίσης. Δε θα πρέπει όμως να επαναπαυόμαστε – “συν Αθηνά και χείρα κίνει”» επισημαίνει ο κ. Παπάζογλου.
Ο τουρισμός και οι τράπεζες, σύμφωνα με τον επικεφαλής της EY Ελλάδος, είναι τα δύο άμεσα μεγάλα στοιχήματα σήμερα. Με δεδομένη τη συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ και την απασχόληση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι 80% των εισπράξεων πραγματοποιούνται στο 2ο και 3ο τρίμηνο, η κυβέρνηση έπρεπε να πάρει άμεσα μια δύσκολη απόφαση, σταθμίζοντας οικονομικά οφέλη και υγειονομικούς κινδύνους. «Προφανώς το άνοιγμα των συνόρων, έστω και με περιορισμούς, εμπεριέχει αυτούς τους κινδύνους. Ωστόσο, αν δεν το κάναμε, θα καταδικάζαμε έναν βασικό πυλώνα της οικονομίας και σχεδόν ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, για τα επόμενα χρόνια, στερώντας τους τη δυνατότητα για ένα “rebound” του κλάδου. Εναπόκειται σε όλους μας να διαχειριστούμε αυτή την κατάσταση με την ίδια υπευθυνότητα που δείξαμε το προηγούμενο διάστημα» σημειώνει.
Επίσης, προσθέτει ότι πριν έναν χρόνο, στη μεγάλη έρευνα της ΕΥ για την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, «Attractiveness Survey: Ελλάδα 2019», επισημάνθηκαν οι κίνδυνοι της μεγάλης εξάρτησης της οικονομίας από έναν κλάδο εξαιρετικά ευαίσθητο σε γεωπολιτικές κρίσεις και πιθανές αρνητικές διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις. «Είναι καιρός αυτό το ζήτημα να μας προβληματίσει και να αρχίσουμε να εξετάζουμε σοβαρά την επένδυση και σε άλλους κλάδους της οικονομίας μας. Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση αφορά τις τράπεζες, που θα χτυπηθούν από την κρίση την ώρα ακριβώς που ήταν έτοιμες να κάνουν το επόμενο μεγάλο βήμα μείωσης των κόκκινων δανείων. Αντ’ αυτού, καλούνται τώρα να διοχετεύσουν ρευστότητα στην οικονομία και να διαχειριστούν ένα πιθανό νέο κύμα ΜΕΔ. Η Κυβέρνηση και οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί πρέπει να στηρίξουν αυτήν την προσπάθεια με κάθε τρόπο, γιατί διαφορετικά, πολλές επιχειρήσεις δε θα καταφέρουν να επιβιώσουν» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου.
«Οφείλουμε όλοι -η κυβέρνηση, οι αρμόδιοι φορείς, οι επιχειρήσεις και η κοινωνία- να επανεξετάσουμε το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Όπως προανέφερα, το μίγμα της οικονομικής δραστηριότητας θα πρέπει να διαφοροποιηθεί, ούτως ώστε να αποφύγουμε την εξάρτηση από συγκεκριμένους κλάδους. Πρέπει με φρέσκια ματιά να σκεφτούμε νέες ιδέες και νέες προτάσεις για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας – να στηρίξουμε και να ενισχύσουμε τομείς, όπως η βιομηχανία και η μεταποίηση και να αναδείξουμε άλλους, στους οποίους η χώρα μας, βάσει γεωγραφικής θέσης, κλίματος, αλλά και άλλων παραγόντων, μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως ο αγροδιατροφικός τομέας, ο τομέας της τεχνολογίας και ο τομέας της ενέργειας» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ o επικεφαλής της EY Ελλάδος. Σε αυτή την προσπάθεια, η προσέλκυση επενδύσεων και «greenfield» έργων -νέων επιχειρηματικών εγχειρημάτων- αποτελούν εκ των ουκ άνευ προϋποθέσεις. «Ως EY, έχουμε μιλήσει για αυτή την ανάγκη, παρουσιάζοντας τις προτάσεις μας, και περιμένουμε τα αποτελέσματα της δεύτερης έκδοσης της έρευνάς μας για την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, για να εξετάσουμε πώς τα βήματα που έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση από πλευράς Πολιτείας, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας, έχουν διαμορφώσει την αντίληψη των επενδυτών για τη χώρα μας, αλλά και σε τι βαθμό προτίθενται εκείνοι να προχωρήσουν στην υλοποίηση των επενδυτικών τους σχεδίων» καταλήγει o κ. Παπάζογλου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ