Με τις επαφές αυτές ανοίγει, έτσι, η αυλαία αυλαία για τις κινήσεις σχετικά με την αξιοποίηση των κερδών από ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs) σε ώριμες επενδύσεις και τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ, έως τον Ιούλιο θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί δύο μεταμνημονιακές αξιολογήσεις (5η και 6η), να ληφθούν οι αποφάσεις για τα ANFAs και SMPs και να τεθεί επισήμως στους Ευρωπαίους εταίρους το αίτημα για μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021. Η κυβέρνηση προσδοκά ότι θα έχει ως συμμάχους τόσο τον ρυθμό ανάπτυξης, όσο και τις αναβαθμίσεις της οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Το οικονομικό επιτελείο πιστεύει ότι θα υπάρξει μια θετική έκθεση για την 5η ενισχυμένη μεταμνημονιακή εποπτεία και για την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών (θα δημοσιοποιηθεί στις 27 Φεβρουαρίου και θα συζητηθεί στο Eurogroup της 16ης Μαρτίου). Σε αυτήν τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, παράλληλα, η Ελλάδα ευελπιστεί ότι μπορεί να υπάρξουν κινήσεις για την αξιοποίηση των ANFAs και SMPs στο πλαίσιο της τόνωσης της ανάπτυξης (η αλλαγή χρήσης των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα μελετάται ήδη διεξοδικά από την Κομισιόν και τον ESM με τεχνική άσκηση). Αν και, σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, προβάλει και το ενδεχόμενο οι τελικές αποφάσεις να μετατεθούν για την επόμενη εκταμίευση ANFAs και SMPs στο τέλος του α’ εξαμήνου.
Στο Eurogroup του Μαΐου τα πρωτογενή πλεονάσματα
Επόμενος σταθμός, στον οποίο ενδέχεται να τεθεί επί τάπητος το θέμα της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι το Eurogroup της 18ης Μαΐου. Εντός του μήνα αυτού, εξάλλου, η κυβέρνηση καλείται να ολοκληρώσει το νέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2021- 2024, ενώ η ελληνική οικονομία θα βρεθεί στο «μικροσκόπιο» του ΔΝΤ στο πλαίσιο της 2ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης από το Ταμείο.
Κομβική ημερομηνία είναι και η 4η Ιουνίου, όταν η ΕΛΣΤΑΤ θα δημοσιοποιήσει την εκτίμησή της για τον ρυθμό ανάπτυξης για το α’ τρίμηνο εφέτος και να δώσει έτσι ένα πρώτο δείγμα για το κατά πόσο μπορεί να επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% το 2020. Ενώ, στο Eurogroup της 11ης Ιουνίου, που θα διεξαχθεί στο Λουξεμβούργο, μπορεί να συζητηθεί το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων. Σημειώνεται ότι υπάρχει πρόταση από το ΔΝΤ για να καθιερωθεί μια «γέφυρα» μεταφοράς πλεονασμάτων. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός προβλέπει ότι εάν σε ένα έτος επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο του στόχου, η υπέρβαση θα αξιοποιείται για να μειώνονται αντίστοιχα οι απαιτήσεις για τα πλεονάσματα των επόμενων ετών.
Στα τής 5ης αξιολόγησης, τώρα, στις επαφές των δύο πλευρών για τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις, αναμένεται να τεθούν τα τελευταία στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού και ο περιορισμός της φοροδιαφυγής, ο σχεδιασμός της κυβέρνησης για νέες φοροελαφρύνσεις το 2020 μόλις επιβεβαιωθεί ο αναγκαίος δημοσιονομικός χώρος, η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων με έμφαση στην αγορά ενέργειας, η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες και η ολοκλήρωση του συστήματος διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού στο Δημόσιο.
Σημαντικά θεωρούνται τα τραπεζικά θέματα που θα βρεθούν στο τραπέζι των συζητήσεων. Ειδικότερα, από την 1η Μαΐου και μετά θα πάψει να υφίσταται το ισχύουν καθεστώς για την προστασία της α’ κατοικίας, που αναμένεται να αντικατασταθεί από ένα νέο πλαίσιο για τη διευθέτηση όλων των οφειλών των ιδιωτών με αντικειμενικά κριτήρια μέσω ενιαίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας και με μέριμνα για την προστασία των οικονομικά ασθενών. Οι θεσμοί ζητούν να υπάρξει ένα πλαίσιο αντιμετώπισης του ιδιωτικού χρέους, που θα περιλαμβάνει τη δυνατότητα ιδιωτικής πτώχευσης- κατ’ αντιστοιχία με όσα ισχύουν για τις επιχειρήσεις- και θα δίνει στους δανειολήπτες τη δυνατότητα να ρυθμίσουν υπό αυστηρά κριτήρια τις οφειλές τους. Ένα άλλο ζήτημα είναι η επιτάχυνση των πλειστηριασμών και η αξιοποίηση του «Ηρακλή» για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, ενώ πολύ σημαντικό για τους θεσμούς (και ιδιαίτερα την ΕΚΤ) είναι η ταχύτερη (σε σχέση με τον κυβερνητικό σχεδιασμό) ικανοποίηση των περισσότερων από 700.000 αιτημάτων των τραπεζών για καταπτώσεις εγγυήσεων σε δάνεια ιδιωτών, συνολικού ύψους 2,1 δισ. ευρώ.