Στη νέα πάγια ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν ειδικότερα:
* Οσοι χρωστούν φόρο εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ και άλλους φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου που βεβαιώθηκαν στα ονόματά τους εντός του 2019 αλλά δεν έχουν εντάξει τις οφειλές τους αυτές στην ισχύουσα μέχρι 31-12-2019 πάγια ρύθμιση. Οι φορολογούμενοι αυτοί μπορούν να ρυθμίσουν τις συγκεκριμένες οφειλές έως και σε 24 μηνιαίες δόσεις με τους όρους και τις προϋποθέσεις της νέας «πάγιας ρύθμισης».
* Οσοι βαρύνονται με παλαιά ληξιπρόθεσμα προς την εφορία και τα έχουν αφήσει αρρύθμιστα. Και οι φορολογούμενοι αυτοί θα μπορούν να καταβάλλουν τα χρέη τους έως και σε 24 μηνιαίες δόσεις εάν αυτά προέρχονται από φόρους εισοδήματος, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ ή άλλους τακτικά επιβαλλόμενους φόρους ή μέχρι και σε 48 μηνιαίες δόσεις αν τα εν λόγω χρέη προέρχονται από φόρους κληρονομιάς ή από φορολογικά ή τελωνειακά πρόστιμα ή από πρόστιμα της Τροχαίας, του δήμου ή της Πολεοδομίας τα οποία μεταφέρθηκαν και βεβαιώθηκαν στις ΔΟΥ ή από άλλες έκτακτες αιτίες.
* Ολα τα χρέη προς την εφορία που βεβαιώνονται στο εξής είτε γίνουν ληξιπρόθεσμα είτε όχι.
Τι ισχύει
Σύμφωνα, ειδικότερα, με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 43 του πρόσφατα ψηφισθέντος φορολογικού νόμου 4646/2019:
1 Οφειλές που έχουν βεβαιωθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία αλλά δεν έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία ήταν σε ισχύ την 1η-11-2019 καθώς και οφειλές οι οποίες βεβαιώνονται στο εξής, δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών, πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής αυτών, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως εξής:
* σε 2 έως 24 μηνιαίες δόσεις,
* σε 2 έως 48 μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από φόρο κληρονομιών, από φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε επόμενες παραγράφους.
2 Το ελάχιστο ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ορίζεται σε 30 ευρώ.
3 Ο ακριβής αριθμός των δόσεων για οφειλές που ρυθμίζονται θα καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση, λαμβανομένων υπ’ όψιν εισοδηματικών κριτηρίων. Για οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα, ο αριθμός των δόσεων θα καθορίζεται με βάση το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής (του αθροίσματος αρχικού ποσού οφειλής, των ήδη συσσωρευμένων προσαυξήσεων και των τόκων της νέας ρύθμισης) και με βάση:
* είτε τον μέσο όρο του συνολικού εισοδήματος (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν από την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση
* είτε το συνολικό εισόδημα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.
Το ποσό εισοδήματος που θα λαμβάνεται υπόψη (ο μέσος όρος της τελευταίας τριετίας ή το εισόδημα του αμέσως προηγούμενου έτους) θα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, κατά τον ακόλουθο τρόπο: Για το τμήμα του εισοδήματος:
α) από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή 4%,
β) από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή 6%,
γ) από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή 8%,
δ) από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή 10%,
ε) από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή 12%,
στ) από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή 15%,
ζ) από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή 20%,
η) πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή 25%.
Κάθε ένας από τους ανωτέρω συντελεστές θα μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, κατά μία (1) εκατοστιαία μονάδα για ένα (1) τέκνο, κατά δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες για δύο (2) τέκνα και κατά τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες για τρία (3) τέκνα και άνω.
Το ποσό που θα προκύπτει θα ανάγεται σε μηνιαία βάση, κατόπιν διαίρεσής του με το 12. Στη συνέχεια, το συνολικό ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής θα διαιρείται με το ποσό που θα έχει προκύψει από την αναγωγή σε μηνιαία βάση. Ο αριθμός των δόσεων θα προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της τελευταίας αυτής διαίρεσης, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 30 ευρώ. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, θα χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ.
4 Προκειμένου να καθοριστούν ο αριθμός και τα ποσά των μηνιαίων δόσεων που δικαιούται κάθε οφειλέτης-φυσικό πρόσωπο για να ρυθμίσει κάποιο έκτακτο χρέος του θα λαμβάνεται υπόψη το συνολικό πραγματικό δηλωθέν εισόδημά του. Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος αυτού θα αθροίζονται όλα τα δηλωθέντα ποσά εισοδημάτων που έχουν επιβαρυνθεί με φόρο εισοδήματος ή έχουν απαλλαγεί από το φόρο εισοδήματος ή έχουν φορολογηθεί με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, ακόμη κι αυτά που απαλλάχθηκαν ή εξαιρέθηκαν από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
5 Εναλλακτικά, για τον καθορισμό του αριθμού των δόσεων και του ύψους κάθε μηνιαίας δόσης, σε περίπτωση αίτησης για ρύθμιση έκτακτου χρέους, θα λαμβάνεται υπόψη το τεκμαρτό εισόδημα, αν αυτό είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό.
6 Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων για τις έκτακτες οφειλές δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ. Ο οφειλέτης θα μπορεί πάντως να επιλέξει λιγότερες δόσεις.
7 Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα:
* η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα,
* η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και
* αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 ευρώ, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ, πέραν της τήρησης των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο προϋποθέσεων, απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίζει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.
8 Για την υπαγωγή στη ρύθμιση απαιτείται να υποβληθεί ηλεκτρονικά αίτηση-υπεύθυνη δήλωση σε ειδική εφαρμογή που θα τεθεί σε λειτουργία στο TAXISnet εντός του τρέχοντος μηνός.
9 Η πρώτη δόση πρέπει να καταβάλλεται μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη των επόμενων μηνών.
10 Η καθυστέρηση πληρωμής μιας δόσης θα έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%. Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
11 Για οφειλές που ρυθμίζονται έως και σε 12 δόσεις, ο τόκος θα υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον 0,25%, ετησίως υπολογιζόμενο.
12 Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά μιάμιση ποσοστιαία μονάδα (1,5%).
13 Η ρύθμιση θα χάνεται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, εάν ο οφειλέτης:
* δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
* καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για περισσότερο από έναν μήνα,
* δεν υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης,
* δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής και μετά,
* έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.
14 Οι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της ρύθμισης, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης, θα απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το 25% των τόκων που έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Η απαλλαγή δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της τελευταίας δόσης.
15 Η υπαγωγή στη ρύθμιση δεν θα αναστέλλει τυχόν δεσμεύσεις και κατασχέσεις που έχουν ήδη επιβληθεί σε απαιτήσεις του οφειλέτη εις χείρας τρίτων, αλλά τα ποσά που θα προκύπτουν από τα αναγκαστικά αυτά μέτρα είσπραξης θα μειώνουν ισόποσα τα υπόλοιπα των ρυθμιζόμενων οφειλών.
16 Η Φορολογική Διοίκηση θα διατηρεί το δικαίωμα και μετά την υπαγωγή ενός οφειλέτη στη νέα πάγια ρύθμιση να μη του χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού, εφόσον αυτός δεν έχει μεριμνήσει ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντά του Δημοσίου.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου