Ειδικότερα, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής χαρακτήρισε «μη ανεκτή συνταγματικώς» τη διάταξη του άρθρου 7 του φορολογικού νομοσχεδίου με την οποία προβλέπεται η φορολόγηση με 22% του ποσού κατά το οποίο οι εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα δαπάνες κάθε φορολογουμένου δεν θα καλύπτουν ποσοστό 30% επί του ετησίου πραγματικού εισοδήματός του.
Επιχειρήματα
Σύμφωνα με τα όσα διευκρινίζονται στην έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής:
* Η παράγραφος 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζει ότι αντικείμενο του φόρου μπορεί να είναι το εισόδημα, η περιουσία ή οι δαπάνες και οι συναλλαγές του φορολογουμένου. Εν προκειμένω, η επιβαλλόμενη φορολογική επιβάρυνση δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία με την ανωτέρω διάταξη, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να επιβάλλεται επί του εισοδήματος ή της δαπάνης ή της περιουσίας, αλλά επί της μη διενέργειας δαπάνης, η οποία δεν μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να αποτελεί αντικείμενο φορολόγησης. Πέραν αυτού, η επιβαλλόμενη επιβάρυνση δεν παρίσταται συνταγματικώς ανεκτή ούτε υπό την εκδοχή ότι δεν συνιστά φόρο, αλλά κύρωση, εξεταζόμενη, ως εκ τούτου, και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι από την αιτιολογική έκθεση… δεν προκύπτει ο λόγος της αποδοκιμασίας του νομοθέτη προς φορολογουμένους οι οποίοι επιλέγουν να δαπανούν ετησίως λιγότερο από το 30% του εισοδήματός τους, αλλά ούτε και το δημόσιο συμφέρον που υπηρετείται από την έμμεση επιβολή υποχρέωσης στους φορολογουμένους να δαπανούν 30% του εισοδήματός τους (και μέχρι 20.000 ευρώ) κατ’ έτος.
* Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του υπό εξέταση νομοσχεδίου, σκοπός της ρύθμισης του άρθρου 7 είναι «η διεύρυνση της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, με σκοπό τη μείωση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, για λόγους δημοσίου συμφέροντος». Σύμφωνα όμως με πρόσφατη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, «τυχόν άμεσοι ή έμμεσοι περιορισμοί στη διενέργεια πληρωμών με χρήση μετρητών θα πρέπει… να είναι ανάλογοι προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς και να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξή τους μέτρα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι τα μέτρα που προβλέπει το σχέδιο νόμου επηρεάζουν τις συναλλαγές των φορολογούμενων-φυσικών προσώπων.
* Στην αιτιολογική έκθεση δεν αιτιολογείται επαρκώς πώς, επί συναλλαγών για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα οικεία φορολογικά παραστατικά, η εξόφλησή τους με χρήση ηλεκτρονικών μέσων εξυπηρετεί καλύτερα «τη μείωση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης», εν σχέσει προς την εξόφληση των ως άνω συναλλαγών με χρήση μετρητών. Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία ούτε προς τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, δεδομένου ότι ο σκοπός πάταξης της φοροδιαφυγής επί συναλλαγών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων επιτυγχάνεται εφόσον εκδοθεί το οικείο φορολογικό παραστατικό, ανεξαρτήτως του τρόπου εξόφλησής του.
Απάντηση
Από την πλευρά του πάντως ο υφυπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας στη Βουλή επί των διατάξεων του νομοσχεδίου και απαντώντας στην Επιστημονική Υπηρεσία, επέμεινε ότι το μέτρο είναι «απολύτως αναλογικό και συνταγματικό, που χτυπάει αποτελεσματικά τη φοροδιαφυγή». Πρόσθεσε δε ότι: «Η διάταξη αφορά το εισόδημα, για τον απλούστατο λόγο ότι αν κάποιος δεν έχει εισόδημα και μάλιστα πραγματικό, δεν υπάρχει επιβάρυνση. Συνεπώς, βάση της διάταξης είναι το εισόδημα…».
Από την έντυπη έκδοση