Ο «Ε.Τ.» της Κυριακής βρέθηκε στο Ελσίνκι ύστερα από πρόσκληση του φινλανδικού υπουργείου Γεωργίας με αφορμή το άτυπο συμβούλιο υπουργών στις 22-24 Σεπτεμβρίου και ξεναγήθηκε στις εγκαταστάσεις των αγροτικών μονάδων, Trans Farm και Toukola Farm.
Παγκόσμια ηγέτις στην παραγωγή κύμινου με εξαγωγές σε περισσότερες από 40 χώρες
Η Trans Farm ιδρύθηκε το 1990 από τους Juha Hemminki και Jyrki Leppala, όταν ήταν ακόμα και οι δύο φοιτητές. Σήμερα είναι παγκόσμια ηγέτις στην παραγωγή κύμινου με εξαγωγές σε περισσότερες από 40 χώρες. Από τα πρώτα ακόμα βήματα της εταιρίας, στόχος των ιδρυτών είναι να εξάγει τα προϊόντα της και να βρίσκει πελάτες σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι πρώτες αποστολές της Trans Farm ήταν στη Γερμανία και ακόμα και σήμερα η μεγαλύτερή της αγορά είναι η ευρωπαϊκή. Ωστόσο, σημαντικές είναι οι εξαγωγές κύμινου στις ΗΠΑ και τη Βόρεια Αφρική, σε αντίθεση με τις πωλήσεις της στη Φινλανδία, που είναι πάρα πολύ μικρές.
Δεδομένου ότι οι δύο ιδρυτές δεν είχαν δική τους περιουσία, υπέβαλαν την πρώτη τους αίτηση χρηματοδότησης στο Κέντρο Οικονομικής Ανάπτυξης, Μεταφορών και Περιβάλλοντος το 2005. Ετσι, κατάφεραν να φτιάξουν το πρώτο μέρος του εργοστασίου, έκτασης 2.000 τ.μ., το οποίο κόστισε 1,5 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 15% χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (EAFRD). To 2012 προχώρησαν σε επέκταση του εργοστασίου στα 3.200 τ.μ., και πάλι με «υποστήριξη» από το Ταμείο.
«Κλειδί», βέβαια, για την ανάπτυξη της Trans Farm αποτέλεσε η επεξεργασία. Οπως αναφέρει ο ένας εκ των ιδρυτών, Jyrki Leppala, «καλλιεργούσαμε το κύμινο στο οικογενειακό μας αγρόκτημα και εκεί ανέπτυξα το ενδιαφέρον μου για την επεξεργασία του σε πρώτη ύλη για τη βιομηχανία τροφίμων». Σύμφωνα, δε, με τον Juha Hemminki, «πλέον το κύμινο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων, φαρμακευτικών προϊόντων, αλλά και καλλυντικών» προσθέτοντας ότι οι μεγαλύτεροι πελάτες της εταιρίας φτιάχνουν με την πρώτη ύλη ψωμί και μπαχαρικά. Παράλληλα, αξιοποιείται για την παρασκευή αρωμάτων, αλλά και αλκοολούχων ποτών.
Έρχονται εκατομμύρια ευρώ: Ο «χάρτης» των πληρωμών από τον e-ΕΦΚΑ και τη ΔΥΠΑ - Ποιοι οι δικαιούχοι
Οπως σημειώνουν οι ιδρυτές, το κλίμα της Φινλανδίας είναι ιδανικό για την ανάπτυξη του κύμινου, καθώς ευδοκιμεί σε βόρειες περιοχές, συμπληρώνοντας ότι η καλλιέργεια του προϊόντος έχει εγκαταλειφθεί στη Δυτική Ευρώπη και οι μόνοι τους ανταγωνιστές είναι στην Ανατολική Ευρώπη και στον Καναδά.
Πάντως, επισημαίνουν ότι το κύμινο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες επενδύσεις, αποκαλύπτοντας ότι το μυστικό της επιτυχίας είναι το «know how». Η Trans Farm, με κύκλο εργασιών 6,5 εκατ. ευρώ, έχει σύμβαση με περίπου 1.000 αγρότες στη Φινλανδία και οργανώνει σεμινάρια για την εκπαίδευσή τους. Οπως εξηγεί ο κ. Hemminki «οι ίδιοι ασχολούνται, κυρίως, με την επεξεργασία του κύμινου. Η διαδικασία διαλογής περιλαμβάνει διάφορα βήματα για την απομάκρυνση ζιζανίων από τους σπόρους, αλλά και όλων των άλλων ακαθαρσιών, ώστε να έχουν καλή ποιότητα».
Βιολογικό γάλα… ενδέκατης γενιάς
Η Toukola Farm είναι μια οικογενειακή κτηνοτροφική φάρμα παραγωγής βιολογικού γάλακτος με ιστορία 300 ετών, την οποία σήμερα λειτουργεί η ενδέκατη γενιά της οικογένειας, τα αδέλφια Aino και Mikael Wathen (φωτό αριστερά). Στη φάρμα εκτρέφονται 51 αγελάδες σε έκταση 87 εκταρίων και η παραγωγή ανέρχεται στα 400.000 λίτρα βιολογικού γάλακτος ετησίως, το οποίο πωλείται στη μεγαλύτερη βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων της Φινλανδίας, τη Valio. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Valio ανήκει σε 15 περιφερειακούς συνεταιρισμούς Φινλανδών παραγωγών γάλακτος, έχει τζίρο 1,7 δισ. ευρώ και προμηθεύεται 1,8 δισ. τόνους γάλακτος ετησίως, ενώ εξάγει σε περίπου 60 χώρες.
Σε ό,τι αφορά τις βιολογικής εκτροφής αγελάδες της Toukola, τρέφονται κυρίως με τριφύλλι, μπιζέλι, φασόλι και γρασίδι, ενώ το 22% της διατροφής τους είναι ζωοτροφές, όπως δημητριακά (κυρίως βρόμη) και εκχυλίσματα ελαιοκάμβης. Ολες, πάντως, οι τροφές των ζώων παράγονται με βιολογικό τρόπο. Παράλληλα, όπως αναφέρουν οι ιδιοκτήτες της φάρμας, όλα τα ζώα βόσκουν στις ιδιόκτητες εκτάσεις τους 4-5 μήνες τον χρόνο, κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Οι Aino και Mikael Wathen ανέλαβαν τη φάρμα το 2010 μετά το τέλος των σπουδών τους και επενδύουν στην καλή «διαβίωση» των ζώων τους, τα οποία έχουν «βαφτίσει» και φωνάζουν με τα ονόματά τους.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής