«Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη είναι ακόμη στην περίοδο του μέλιτος. Οι επιχειρήσεις είναι ενθουσιασμένες από μία ξεκάθαρα κεντροδεξιά κυβέρνηση. Το οικονομικό κλίμα βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο 12 ετών. Οι επενδυτές είναι αισιόδοξοι: η διαφορά των αποδόσεων των ελληνικών 10ετών ομολόγων από αυτές των αντίστοιχων γερμανικών ομολόγων έχει μειωθεί στο μισό φέτος. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι η αισιοδοξία αυτή θα ξεκινήσει έναν ενάρετο κύκλο. Καθώς η οικονομία αναπτύσσεται, οι μεταρρυθμίσεις γίνονται ευκολότερες», σημειώνει το δημοσίευμα, προσθέτοντας: «Αν, όμως, ήταν εύκολη η διόρθωση της κατάστασης μίας χώρας, η Ελλάδα θα είχε ήδη πλησιάσει την υπόλοιπη ΕΕ. Και η περίοδος του μέλιτος για την κυβέρνηση μπορεί να σπαταληθεί – ιδιαίτερα όταν η απόδοση πολλών από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις θα πάρει χρόνια – όπως η ολοκλήρωση των κατασκευαστικών έργων στο Ελληνικό».
Ο Economist σημειώνει ότι ο πρωθυπουργός θέλει να μετατρέψει το Ελληνικό σε ένα σύμβολο όχι των εμποδίων για το επιχειρείν στην Ελλάδα, αλλά του νέου ανοίγματος της χώρας στο εμπόριο. Οι άδειες, σημειώνει, έχουν προχωρήσει γρήγορα και οι ανάδοχοι του έργου ελπίζουν ότι θα βάλουν μπροστά τις μπουλντόζες το επόμενο έτος. «Θα χρειαστούν, όμως, πολύ περισσότερα από την έγκριση ενός μεγάλου επενδυτικού σχεδίου για την αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας», σημειώνει το δημοσίευμα, προσθέτοντας: «Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να αντιμετωπίσει τη δίδυμη κληρονομιά της κρίσης: τις αδρανοποιημένες τράπεζες και την παραλυτικά σφιχτή δημοσιονομική πολιτική. Θα πρέπει, επίσης, να προσπαθήσει να μεταρρυθμίσει τη γραφειοκρατία που ταιριάζει περισσότερο σε αναπτυσσόμενη χώρα παρά σε μέλος ενός μεγάλου νομισματικού μπλοκ».
Πότε ξεκινούν οι χειμερινές εκπτώσεις – Όσα πρέπει να γνωρίζουν οι καταναλωτές
Η Ελλάδα πρέπει να λάβει μια μεγάλη ελάφρυνση χρέους – Η Ευρώπη να σταματήσει να υποκρίνεται
Ο Economist αναφέρεται στη συμφωνία του 2018 για το χρέος, με την οποία επιμηκύνθηκαν ορισμένα δάνεια της Ελλάδας και υπήρξε κάποια ελάφρυνση στα επιτόκια με αντάλλαγμα τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και δρακόντειους δημοσιονομικούς στόχους, όπως πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ετησίως έως το 2022 και 2,2% κατά μέσον όρο έως το 2060.
«Το ότι αυτοί οι στόχοι είναι εξωπραγματικοί αποτελεί κοινό μυστικό», αναφέρει το άρθρο. «Όπως τονίζει το ΔΝΤ, θα χρειαστεί τελικά πραγματική ελάφρυνση χρέους και καθώς η οικονομία είναι ακόμη συμπιεσμένη, υπάρχει ισχυρό επιχείρημα για κάποια δημοσιονομική χαλάρωση τώρα», προσθέτει.
«Οι τιμωρητικοί όροι της συμφωνίας του 2018 αντανακλούν μία δυσπιστία. Οι πολιτικοί του Βορρά δεν θα μπορούσαν να πουλήσουν μία συμφωνία στις πατρίδες τους, η οποία θα φαινόταν ότι άφηναν την Ελλάδα να τη γλιτώσει», σημειώνει το άρθρο. «Από την πλευρά της, η Ελλάδα απέφυγε τις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για να μπορέσει να αναπτυχθεί αρκετά γρήγορα ώστε να συγκλίνει με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Η προηγούμενη κυβέρνηση, υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, πέτυχε τους δημοσιονομικούς στόχους της αλλά παραμέλησε τις μεταρρυθμίσεις», συνεχίζει το άρθρο, προσθέτοντας: «Υπάρχει διέξοδος. Όταν οι Έλληνες ψήφισαν τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος κινήθηκε σε μία μεταρρυθμιστική πλατφόρμα, γύρισαν την πλάτη τους στον λαϊκισμό. Οι πιστωτές πρέπει να εκλάβουν αυτό ως μία ένδειξη καλής πίστης. Θα πρέπει επίσης να θέσουν έναν νέο στόχο – ότι, σε αντάλλαγμα για τις μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα πρέπει να λάβει μία απομείωση του χρέους της που είναι αρκετά μεγάλη για να επιτρέψει τη βιώσιμη εξυπηρέτηση του χρέους της χωρίς να έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Κατά την περίοδο αυτή, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα περνά τα ορόσημα των μεταρρυθμίσεων, οι στόχοι της για το δημοσιονομικό πλεόνασμα πρέπει σταδιακά να χαλαρώνουν. Ως χειρονομία καλής θέλησης, η ΕΕ θα μπορούσε εν τω μεταξύ να αποδεσμεύει πάνω από 1 δισ.. ευρώ από κέρδη από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για να δώσει στην Ελλάδα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο».