Το πτωχευτικό δικαστήριο θα μπορεί να προχωρήσει ακόμη και στην αλλαγή της διοίκησης μιας εταιρείας. Σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του συνδίκου, να αφαιρέσει από τον οφειλέτη τη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, αν τούτο επιβάλλει το συμφέρον των πιστωτών.
Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα διοίκησης θα αναλαμβάνει ο σύνδικος ενώ μέχρι την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης θα απαγορεύεται η διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης..
Ωστόσο εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως προφανής κίνδυνος ουσιώδους μείωσης της αξίας της επιχείρησης ή ύπαρξη ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, το πτωχευτικό δικαστήριο θα μπορεί να αποφασίσει την εκποίηση της επιχείρησης στο σύνολο της ή μέρος αυτής.
Σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Κώδικα κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του μπορεί να υπαχθεί στη διαδικασία εξυγίανσης με απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του. Μάλιστα μπορεί να γίνει υπαγωγή στον πτωχευτικό κώδικα ακόμα και εάν δεν συντρέχει αδυναμία εφόσον ατά την κρίση του Δικαστηρίου υφίσταται απλώς πιθανότητα αφερεγγυότητάς του.
Η συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να περιλαμβάνει οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού της επιχείρησης και ειδικότερα:
Τη μεταβολή των όρων των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Η μεταβολή αυτή μπορεί ενδεικτικά να συνίσταται στη μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων, περιλαμβανομένης της τροποποίησης των όρων υπό τους οποίους μπορεί να ζητηθεί η πρόωρη αποπληρωμή τους Στη μεταβολή του επιτοκίου, στην αντικατάσταση της υποχρέωσης καταβολής επιτοκίου με την υποχρέωση καταβολής μέρους των κερδών, στην αντικατάσταση απαιτήσεων με μετατρέψιμες ή μη ομολογίες έκδοσης του οφειλέτη ή στην υποχρέωση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών να δεχθούν την εναλλαγή υποθηκικής ή ενεχυρικής τάξης υπέρ νέων πιστωτών του οφειλέτη.
Την κεφαλαιοποίηση υποχρεώσεων του οφειλέτη με την έκδοση μετοχών κάθε είδους ή κατά περίπτωση εταιρικών μεριδίων. Πριν από την κεφαλαιοποίηση θα μπορεί να γίνεται μείωση του μετοχικού κεφαλαίου για την απόσβεση ζημιών ή αν οι μετοχές του οφειλέτη είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά για το σχηματισμό αποθεματικού.
Τη ρύθμιση των σχέσεων των πιστωτών μεταξύ τους μετά από την επικύρωση της συμφωνίας είτε υπό την ιδιότητα τους ως πιστωτών είτε σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης, υπό την ιδιότητα τους ως μετόχων ή εταίρων. Ενδεικτικά η συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να προβλέπει ότι μία κατηγορία πιστωτών δεν μπορεί να ζητήσει την αποπληρωμή των απαιτήσεων προς αυτήν πριν από την πλήρη ικανοποίηση μιας άλλης.
Επίσης να ρυθμίζει θέματα διοίκησης της επιχείρησης του οφειλέτη μετά την κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών και να ρυθμίζει θέματα σε σχέση με τη μεταβίβαση των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων που θα προκύψουν από την κεφαλαιοποίηση, όπως ενδεικτικά δικαίωμα ή υποχρέωση των μετόχων μειοψηφίας σε περίπτωση πώλησης της πλειοψηφίας των μετοχών να πωλήσουν τις μετοχές τους με τους ίδιους όρους με τους οποίους γίνεται η πώληση της πλειοψηφίας.
Επίδομα επικινδυνότητας: Αυτές είναι οι αυξήσεις για τους ένστολους [πίνακες]
Τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη.
Την εκποίηση επί μέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
Την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση συμπεριλαμβανομένης και της εκμίσθωσης ή της σύμβασης διαχείρισης.
Τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης σε τρίτο ή σε εταιρεία των πιστωτών.
Επίσης θα περιλαμβάνει ακόμα:
Την αναστολή των ατομικών και συλλογικών διώξεων των πιστωτών για κάποιο διάστημα μετά την επικύρωση της συμφωνίας. Η αναστολή αυτή δεν θα δεσμεύει τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές για διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την επικύρωση της συμφωνίας.
Τον διορισμό πρόσωπου που θα επιβλέπει την εκτέλεση των όρων της συμφωνίας εξυγίανσης ασκώντας τις εξουσίες που θα του δίνονται κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης.
Την καταβολή συμπληρωματικών ποσών προς εξόφληση απαιτήσεων σε περίπτωση βελτίωσης της οικονομικής θέσης του οφειλέτη. Η συμφωνία θα πρέπει να ορίζει με ακρίβεια τις προϋποθέσεις καταβολής των ποσών αυτών.