Στα τέλη Σεπτεμβρίου με τη σύνταξη του Οκτωβρίου εκτιμάται ότι θα καταβληθούν οι αυξήσεις στις συντάξεις χηρείας οι οποίες ανέρχονται σε 57.522 (δεν συμπεριλαμβάνονται οι προσωρινές και οι εκκρεμείς) ενώ 1.894 είναι οι συντάξεις των παιδιών έως 24 ετών.
Η εγκύκλιος αναφέρει πως καταργείται το όριο ηλικίας των 55 ετών που έθεσε ο νόμος Κατρούγκαλου και από 17.5.2019 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου νόμου) ο επιζών σύζυγος συνεχίζει να λαμβάνει τη σύνταξη λόγω θανάτου ανεξάρτητα από την ηλικία του. Από την ίδια ημερομηνία το ποσοστό που δικαιούται ο επιζών αυξάνεται από 50% σε 70%. Δηλαδή οι δικαιούχοι θα λάβουν αναδρομικά 5-6 μηνών. Τα κατώτατα όρια θα κυμαίνονται από 360 έως 384 ευρώ.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο, «με τις κοινοποιούμενες διατάξεις, οι οποίες καταλαμβάνουν και δικαιούχους σύνταξης λόγω θανάτου που έχει επέλθει από τις 13 Μαΐου 2016 και στους οποίους έχει απονεμηθεί ή εκκρεμεί σύνταξη θανάτου:
1. Καταργείται το όριο ηλικίας που απαιτούνταν από το άρθρο 12 του ν. 4387/2016, προκειμένου ο επιζών/μέρος συμφώνου συμβίωσης να συνεχίσει να λαμβάνει τη σύνταξη θανάτου και μετά την πρώτη τριετία. Επομένως, από τις 17 Μαΐου 2019 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του άρθρου 19), ο επιζών σύζυγος/μέρος συμφώνου συμβίωσης συνεχίζει να λαμβάνει τη σύνταξη λόγω θανάτου ανεξάρτητα από την ηλικία του.
2. Επανακαθορίζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του άρθρου 19 του ν. 4611/2019 (δηλαδή από 17.5.2019) το δικαιούμενο ποσοστό σύνταξης λόγω θανάτου για τον επιζώντα σύζυγο/μέρος συμφώνου συμβίωσης στο 70% της σύνταξης που εδικαιούτο ο θανών ασφαλισμένος ή ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος.
Αναλυτικότερα, ο υπολογισμός του νέου ποσού του επιζώντος συζύγου/μέρους συμφώνου συμβίωσης έχει ως εξής:
– Εάν υπάρχει μόνο επιζών ή μέρος που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, το 70%. Εάν ο γάμος/σύμφωνο συμβίωσης έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος και η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του συζύγου –αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου/συμφώνου συμβίωσης– είναι μεγαλύτερη των 10 ετών, το ποσοστό για κάθε πλήρες έτος διαφοράς μειώνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο α΄ της παρ. 4Α του αρ. 12 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει.
– Εάν υπάρχει, εκτός από τον επιζώντα, και διαζευγμένος (με 10ετή γάμο), το ποσοστό του διαζευγμένου ορίζεται στο 25% του ποσού που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, ήτοι 17,5% του ποσού της σύνταξης που εδικαιούτο ο θανών ασφαλισμένος ή ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος. Σε αυτή την περίπτωση, τα ποσοστά που δικαιούνται ο επιζών και ο διαζευγμένος σύζυγος ανακαθορίζονται με βάση τα οριζόμενα στο εδάφιο β΄ της παρ. 4Α του αρ. 12 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει.
– Εάν ο θανών καταλείπει ένα τέκνο, αυτό λαμβάνει το 25% του ποσού της σύνταξής του. Εάν το τέκνο είναι αμφιτεροπλεύρως ορφανό και δεν δικαιούται σύνταξη από τους δύο γονείς, τότε λαμβάνει ποσοστό 50%.
– Εάν ο θανών καταλείπει περισσότερα του ενός τέκνα, τότε:
Ι) Εάν υπάρχει επιζών σύζυγος ή/και διαζευγμένος, στα τέκνα θα επιμεριστεί ισόποσα το ποσοστό σύνταξης που απομένει μετά την αφαίρεση από το 100% της σύνταξης του θανόντος του ποσοστού 70% που δικαιούται ο επιζών ή/και ο διαζευγμένος (δηλαδή, στα τέκνα επιμερίζεται το 30%).
ΙΙ) Εάν δεν υπάρχουν άλλα δικαιοδόχα πρόσωπα εκτός των τέκνων, τότε έκαστο θα λάβει το 25% του ποσού της σύνταξης, αρκεί το άθροισμα των ποσοστών τους να μην υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος, οπότε και τα ποσοστά αυτά θα πρέπει να επανακαθοριστούν αναλογικά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4Β του αρ. 12 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει».
Επίσης, η εγκύκλιος εξηγεί τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για τη μείωση της σύνταξης κατά 50% μετά την πάροδο της πρώτης τριετίας για τους επιζώντες που εργάζονται ή λαμβάνουν σύνταξη από άλλη πηγή.