Οι φορολογούμενοι που υπάγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις υποχρεούνται να πληρώσουν ποσά φόρων πολλαπλάσια των πραγματικών τους εισοδημάτων, εξαιτίας του προσδιορισμού του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και του υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου με βάση την κλίμακα που εφαρμόζεται για τους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες, στην οποία δεν ισχύει αφορολόγητο όριο εισοδήματος.
Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις αυτές, επειδή τα δηλούμενα εισοδήματα είναι πάρα πολύ χαμηλά, οι υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων που υποβάλλουν οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι, προσδιορίζουν το ύψος των φορολογητέων εισοδημάτων με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης. Δηλαδή, σε κάθε τέτοια περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη τους το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ, που ισχύει για τον άγαμο φορολογούμενο, ή των 2.500 ευρώ, που ισχύει για τον έγγαμο, και προσθέτουν στο ποσό αυτό τυχόν επιπλέον ποσά τεκμηρίων διαβίωσης για σπίτι ή και Ι.Χ. αυτοκίνητο, εφόσον ο φορολογούμενος διέμεινε, κατά τη διάρκεια του 2018, σε κατοικία ιδιόκτητη, ενοικιαζόμενη ή δωρεάν παραχωρηθείσα ή εφόσον κατείχε και κάποιο Ι.Χ. αυτοκίνητο.
Περαιτέρω, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος, που προκύπτει λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων διαβίωσης, φορολογείται όχι με την ευνοϊκή κλίμακα υπολογισμού του φόρου, η οποία ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και προβλέπει αφορολόγητο όριο εισοδήματος 8.636 – 9.545 ευρώ, αλλά με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από επιχειρηματικές δραστηριότητες, βάσει της οποίας το φορολογητέο εισόδημα υπόκειται σε φόρο υπολογιζόμενο με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ. Ετσι, η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων διαβίωσης σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φορολογουμένων επιβαρύνεται με φόρο 22%. Στη συνέχεια επί του φόρου που προκύπτει επιβάλλεται και προκαταβολή φόρου με συντελεστή 100%.
Συνολικά, δηλαδή για έναν φορολογούμενο με πολύ χαμηλό εισόδημα από ενοίκια ή από αγροτική δραστηριότητα ή από τόκους καταθέσεων και με ακόμη πιο χαμηλό εισόδημα από περιστασιακή απασχόληση ή από οικογενειακά επιδόματα, η πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων φορολογείται με τελικό συντελεστή 44%.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ εφαρμόζουν τις διατάξεις της παραγράφου 1β του άρθρου 34 του νόμου 4172/2013 (του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), σύμφωνα με τις οποίες επί της πρόσθετης διαφοράς τεκμαρτού εισοδήματος εφαρμόζεται η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων, στην οποία ισχύει συντελεστής 22% από το πρώτο ευρώ, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του δηλωθέντος εισοδήματος δεν προκύπτει από μισθωτή εργασία ή συντάξεις.
ΔΥΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΥΠΕΡΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗΣ…
Ενδεικτικά του μεγέθους των φορολογικών επιβαρύνσεων που υφίστανται και φέτος όλες αυτές οι κατηγορίες φορολογουμένων είναι τα ακόλουθα παραδείγματα:
1 Σε φορολογούμενο άγαμο με ετήσιο εισόδημα 600 ευρώ από ενοίκια και 321 ευρώ από περιστασιακή απασχόληση, δηλαδή με σύνολο εισοδήματος 921 ευρώ για όλο το έτος 2018, ο οποίος διαμένει σε μονοκατοικία 27 τετραγωνικών μέτρων και κατέχει Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.500 κυβικών εκατοστών παλαιότητας 7 ετών, βεβαιώνεται φόρος εισοδήματος προς πληρωμή συνολικού ύψους 3.472,64 ευρώ!
Συγκεκριμένα, το φορολογητέο εισόδημα του συγκεκριμένου φορολογουμένου προσδιορίζεται όχι με βάση τα δηλωθέντα ποσά των 600 και των 321 ευρώ αλλά με βάση το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ, το τεκμήριο διαβίωσης για την κύρια κατοικία, το οποίο ανέρχεται σε 1.296 ευρώ, και το τεκμήριο για το Ι.Χ. αυτοκίνητο, το οποίο ανέρχεται σε 4.060 ευρώ. Τα ποσά αυτά αθροίζονται και προσδιορίζουν το ύψος του φορολογητέου εισοδήματος στο επίπεδο των 8.356 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει κατά 7.435 ευρώ το συνολικό πραγματικό δηλωθέν εισόδημα των 921 ευρώ (600 ευρώ + 321 ευρώ). Το ποσό της πρόσθετης διαφοράς φορολογητέου εισοδήματος, το οποίο ανέρχεται στις 7.435 ευρώ, φορολογείται από το πρώτο ευρώ με 22%, με συνέπεια να προκύπτει φόρος 1.635,7 ευρώ. Επί του φόρου αυτού επιβάλλεται προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους με συντελεστή 100%, δηλαδή ένα επιπλέον ποσό άλλων 1.635,7 ευρώ, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό της φορολογικής επιβάρυνσης επί της πρόσθετης διαφοράς φορολογητέου εισοδήματος να εκτοξεύεται στις 3.271,40 ευρώ. Στο ποσό αυτό προστίθεται ο φόρος επί του εισοδήματος των 600 ευρώ από ενοίκια, ο οποίος υπολογίζεται με 15% και ανέρχεται στα 90 ευρώ, καθώς επίσης και ο φόρος επί του εισοδήματος των 321 ευρώ από περιστασιακή απασχόληση, ο οποίος υπολογίζεται με 22% και προσαυξάνεται με προκαταβολή φόρου 100% με συνέπεια να ανέρχεται σε 141,24 ευρώ. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να προκύπτει συνολικό ποσό αναλογούντος φόρου εισοδήματος ύψους 3.502,64 ευρώ (3.271,40 ευρώ + 90 ευρώ + 141,24 ευρώ).
2 Σε άλλο φορολογούμενο έγγαμο με ετήσιο εισόδημα 1.200 ευρώ από ενοίκια και 840 ευρώ από επιδόματα παιδιών, κύρια κατοικία 80 τ.μ. (διαμέρισμα) και Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.300 κ.εκ. 11ετίας αντιστοιχεί φόρος εισοδήματος συνολικού ύψους 2.670,40 ευρώ.
Συγκεκριμένα, το φορολογητέο εισόδημα του συγκεκριμένου φορολογουμένου προσδιορίζεται όχι με βάση τα δηλωθέντα ποσά των 1.200 και των 840 ευρώ αλλά με βάση το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ, το τεκμήριο διαβίωσης για την κύρια κατοικία, το οποίο ανέρχεται σε 3.200 ευρώ, και το τεκμήριο για το Ι.Χ. αυτοκίνητο, το οποίο ανέρχεται σε 2.500 ευρώ. Τα ποσά αυτά αθροίζονται και προσδιορίζουν το ύψος του φορολογητέου εισοδήματος στο επίπεδο των 7.700 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει κατά 5.660 ευρώ το συνολικό πραγματικό δηλωθέν εισόδημα των 2.040 ευρώ (1.200 ευρώ + 840 ευρώ). Το ποσό της πρόσθετης διαφοράς φορολογητέου εισοδήματος, το οποίο ανέρχεται στις 5.660 ευρώ, φορολογείται από το πρώτο ευρώ με 22%, με συνέπεια να προκύπτει φόρος 1.245,20 ευρώ. Επί του φόρου αυτού επιβάλλεται προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους με συντελεστή 100%, δηλαδή ένα επιπλέον ποσό άλλων 1.245,20 ευρώ, με αποτέλεσμα το συνολικό ποσό της φορολογικής επιβάρυνσης επί της πρόσθετης διαφοράς φορολογητέου εισοδήματος να εκτινάσσεται στις 2.490,40 ευρώ. Στο ποσό αυτό προστίθεται ο φόρος επί του εισοδήματος των 1.200 ευρώ από ενοίκια, ο οποίος υπολογίζεται με 15% και ανέρχεται στα 180 ευρώ. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να προκύπτει συνολικό ποσό αναλογούντος φόρου εισοδήματος ύψους 2.670,40 ευρώ (2.490,40 ευρώ + 180 ευρώ)!
…ΚΑΙ Η ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΥΠ. ΟΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Η υπερφορολόγηση που υφίστανται όμως οι παραπάνω κατηγορίες πολιτών είναι άδικη και αντισυνταγματική. Κι αυτό διότι οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι αντιμετωπίζονται από τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με δυσμενέστατο τρόπο σε σύγκριση με χιλιάδες άλλους οι οποίοι δηλώνουν πενιχρά εισοδήματα μόνο από ακίνητα ή μόνο από περιστασιακή απασχόληση και, βάσει άλλων διατάξεων του συγκεκριμένου Κώδικα (παράγραφος 1 του άρθρου 15), δεν φορολογούνται ως «επιχειρηματίες» για την πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια, αλλά ως μισθωτοί, γλιτώνοντας έτσι από την πληρωμή υπέρογκων φόρων, καθώς στην κλίμακα φορολόγησης των μισθωτών ισχύει αφορολόγητο όριο κλιμακούμενο από 8.636 έως 9.545 ευρώ.
Το πρόβλημα αυτό μπορούσε να λυθεί μόνο εάν η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών είχε καταθέσει εγκαίρως στη Βουλή (πριν ξεκινήσει η εκκαθάριση των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος) νομοθετική ρύθμιση που θα ξεκαθάριζε ότι και στις περιπτώσεις ταυτόχρονης ύπαρξης χαμηλού ετήσιου εισοδήματος από μη μισθωτές πηγές και ακόμη πιο χαμηλού ετήσιου ποσού προερχόμενου από περιστασιακή απασχόληση ή από οικογενειακά επιδόματα η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης φορολογείται με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία και όχι με την κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Από το ένθετο «Οικονομία» του Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής