Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις χθεσινές δηλώσεις του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητες, του λεγόμενου ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος «άστραψε και βρόντηξε» εναντίον της κυβέρνησης. Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος δεν είναι καθόλου τυχαίος, δεδομένου ότι είναι ο μοναδικός μη πολιτικός που είχε ενεργό εμπλοκή στο τρίτο Μνημόνιο, ως επικεφαλής του Ταμείου που έδωσε δάνεια 204 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα, και φυσικά είναι υπόλογος στους δανειστές.
Χρησιμοποιώντας μια ασυνήθιστα σκληρή γλώσσα, ο Ευρωπαίος αξιωματούχος άσκησε εντονότατη κριτική στην κυβέρνηση γιατί προχώρησε σε παροχές χωρίς να συνεννοηθεί προηγουμένως με τους θεσμούς. Προειδοποίησε μάλιστα ότι η τήρηση των δεσμεύσεων είναι μονόδρομος προκειμένου η χώρα να επωφεληθεί των επιστροφών χρημάτων από τα κέρδη της ΕΚΤ και τη σταδιακή εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Η παρέμβαση έγινε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε λίγη ώρα πριν ξεκινήσουν οι εργασίες του Εurogroup στο Λουξεμβούργου και με αφορμή τη δημοσιοποίηση της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων του ΕSM.
Σε σχέση με τις αποκλίσεις επί των δημοσιονομικών στόχων, λόγω των παροχών, ο κ. Ρέγκλινγκ επισήμανε ότι οι προκαταρκτικοί φόβοι που είχε εκφράσει δημόσια (16 Μαΐου) επιβεβαιώθηκαν στην έκθεση των θεσμών για την τρίτη αξιολόγηση της ενισχυμένης εποπτείας. Οπως είπε, είμαστε (οι θεσμοί) βέβαιοι για το ρίσκο να χαθεί αυτό ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος με σημαντική απόκλιση.
«Η Ελλάδα θα συνεχίσει να επωφελείται των επιστροφών χρημάτων, υπό τον όρο ότι τηρεί τις μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις», είπε, υπενθυμίζοντας ότι και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους συνδέονται επίσης με την τήρηση των δεσμεύσεων αυτών. Επισήμανε ακόμη ότι η δέσμευση με το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ και η τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΟΝΕ ανήκουν προαπαιτούμενα.
Ο κ. Ρέγκλινγκ επέκρινε έντονα στη συνέχεια την κυβέρνηση για το γεγονός ότι δεν διαβουλεύθηκε με τους θεσμούς πριν από τις παροχές και τις αλλαγές στις συντάξεις, ούτε για την κατάργηση της μείωσης του αφορολογήτου. Προφανώς θεωρώντας ότι όλα αυτά αποτελούν μονομερείς ενέργειες, επισήμανε κλείνοντας ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές θα πρέπει να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα ζητήματα.
Η έκθεση του ESM
Ο ΕSM δημοσιοποίησε χθες την ετήσια έκθεσή του για τα πεπραγμένα του 2018, όπου υπάρχει μια μακροσκελής αναφορά στην Ελλάδα και ειδικότερα στην έξοδο από το πρόγραμμα, στην πορεία της οικονομίας και στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα στο μέλλον.
Σύμφωνα με την έκθεση, με δάνεια ύψους σχεδόν 204 δισ. ευρώ από τον ESM και τον προκάτοχό του, το EFSF, η Ελλάδα έχει λάβει τη μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια στη σύγχρονη Ιστορία, καθιστώντας τα ταμεία διάσωσης τον μεγαλύτερο πιστωτή της χώρας. Οπως τονίζεται, χάρη στα χαμηλά επιτόκια των δανείων και τις μακρινές προθεσμίες λήξης, η Ελλάδα εξοικονόμησε 13 δισ. ευρώ ή 7% του ΑΕΠ μόνο στον Προϋπολογισμό του 2018 σε σύγκριση με τη χρηματοδότηση των αγορών. Παρόμοιες εξοικονομήσεις θα επαναληφθούν για πολλά χρόνια, και αυτό είναι μια πρωτοφανής πράξη αλληλεγγύης από τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης απέναντι στην Ελλάδα.
Η έκθεση αναφέρεται στην οικονομική ανάκαμψη που συνεχίστηκε για δεύτερο έτος και η Ελλάδα υπερέβη τον δημοσιονομικό στόχο για τέταρτη συνεχή χρονιά.
Οπως τονίζει ο ΕSM, τα δημόσια οικονομικά πρέπει να παραμείνουν σε βιώσιμη πορεία, ενσωματώνοντας παράλληλα πολιτικές προσανατολισμένες περισσότερο στην ανάπτυξη. «Οι εφαρμοζόμενες ή υιοθετημένες μεταρρυθμίσεις, όπως η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και η μείωση των φόρων εισοδήματος σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (σ.σ.: μείωση αφορολογήτου από 1ης Ιανουαρίου 2020), πρέπει να διασφαλιστούν και να μην αντιστραφούν», αναφέρει η έκθεση.
Επιπρόσθετα, επισημαίνει πως σε περίπτωση που δικαστικές αποφάσεις ανατρέψουν βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι όποιες δημοσιονομικές επιπτώσεις θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεγάλο βαθμό από μεταρρυθμίσεις εντός του ίδιου τομέα. Αναφέρει επίσης ότι απαιτούνται περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, προκειμένου να συμπληρώσουν τη στρατηγική ανάπτυξης της χώρας. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται οι μεταρρυθμίσεις για να καταστεί το οικονομικό περιβάλλον περισσότερο φιλικό προς τις επιχειρήσεις, να μειωθεί ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση νομικών διαφορών, να βελτιωθεί περαιτέρω η αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης, διατηρώντας παράλληλα το σημερινό της μέγεθος, και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των κρατικών επιχειρήσεων.
Οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τις ιδιωτικοποιήσεις και τη βελτιωμένη διαχείριση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, είναι κρίσιμες για την προσέλκυση ξένων και εγχώριων επενδύσεων και την ενίσχυση της μελλοντικής ανάπτυξης, υπογραμμίζει η έκθεση.
Για τον χρηματοπιστωτικό τομέα τονίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να στηρίξει τις προσπάθειες των τραπεζών με μια ολοκληρωμένη στρατηγική μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ένα βελτιωμένο νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες να δανείσουν στην οικονομία και να στηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη.
Από την έντυπη έκδοση