Tην απόφαση για την αντισυνταγματικότητα θα λάβει η Ολομέλεια του ΣτΕ, όπου και παραπέμφθηκε το ζήτημα. Όπως πάντως επισημαίνεται στο σκεπτικό των ανώτατων δικαστών του ΣΤ Τμήματος οι εν λόγω περικοπές που έγιναν με το νόμο 4093/12 (δεύτερο μνημόνιο) οδηγώντας τελικά στην πλήρη κατάργηση όλων των επιδομάτων, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους, οι δικαστές αναγνωρίζουν ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο επισημαίνουν ότι : «με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περατώνατε μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Και προσθέτουν ότι, επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».
Οι ανώτατοι δικαστές καταλήγουν τονίζοντας ότι «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορόρητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα».
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]