Παράλληλα, απαιτεί να μην «ξηλωθούν» οι «μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας που επιβλήθηκαν με τα Μνημόνια, καλώντας την κυβέρνηση να μην προχωρήσει στην επαναφορά του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και στην αύξηση του κατώτατου μισθού.
Το ΔΝΤ δεν διστάζει επίσης να εκφράσει τις ανησυχίες του για τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει ο επικείμενος εκλογικός κύκλος στην οικονομία αλλά και στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο θέμα των «μεταρρυθμίσεων», καθώς εκτιμά ότι με το πλήθος των εκλογικών αναμετρήσεων που συσσωρεύονται το 2019 θα υπάρξει ενίσχυση της πολιτικής αβεβαιότητας και πιθανή αντιστροφή ορισμένων θετικών παραγόντων που μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη.
Το Ταμείο επιμένει ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να επιτευχθούν σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Παράλληλα, απορρίπτει τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο για φοροελαφρύνσεις, τονίζοντας ότι το περιθώριο αυτό μπορεί να δημιουργηθεί μόνο εάν υπάρξουν περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και κυρίως περιορισμοί στις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα.
Οι προβλέψεις
Ο διεθνής οργανισμός παραθέτει, στην έκθεσή του τις ακόλουθες προβλέψεις για τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας:
* Ανάπτυξη: Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 2% το 2018 και στο 2,4% το 2019, αλλά στη συνέχεια θα αρχίσει να υποχωρεί στο 2,2% το 2020, στο 1,6% το 2021, στο 1,2% το 2022 και το 2023. Οπως εξηγεί το Ταμείο, η χαμηλή ανάπτυξη που θα σημειωθεί από το 2021 και μετά θα είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής της περικοπής των συντάξεων και του αφορολογήτου, που θα επηρεάσουν πτωτικά την ιδιωτική κατανάλωση.
* Ανεργία: Προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στο 19,9% το 2018 και στο 18,1% το 2019, για να υποχωρήσει στο 16,3% το 2020, στο 15,2% το 2021, στο 14,4% το 2022 και στο 14,1% το 2023. Ουσιαστικά, ο διεθνής οργανισμός εκτιμά ότι και μετά το τέλος του μεταμνημονιακού προγράμματος η ανεργία θα παραμείνει σε διψήφιο αριθμό.
* Πρωτογενή πλεονάσματα: Το ΔΝΤ δέχεται το βασικό σενάριο του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας, το οποίο προβλέπει πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Για το 2023 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ. Το Ταμείο δεν συμφωνεί με την κυβέρνηση ότι θα σημειωθούν τα υπερπλεονάσματα που έχει ενσωματώσει στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής και ως εκ τούτου δεν θεωρεί ότι θα υπάρξει «δημοσιονομικός χώρος» για φοροελαφρύνσεις.
* Χρέος: Το χρέος προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει από τα επίπεδα του 188,1% του ΑΕΠ, που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί φέτος, στο 177,1% το 2019, στο 169,6% του ΑΕΠ το 2020, στο 162,9% το 2021, στο 155,3% το 2022 και στο 151,3% το 2023.
Ανταγωνιστικότητα
Σύμφωνα, εξάλλου, με το ΔΝΤ, η πρόοδος που σημειώθηκε με τη μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντων υπήρξε άνιση και βραδεία σε ορισμένους τομείς και, ως εκ τούτου, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε διάφορους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν ότι οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς συνέβαλαν στην ανάκαμψη της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, αλλά η επαναφορά της ευνοϊκής ρύθμισης των συλλογικών συμβάσεων μπορεί στο μέλλον να αφαιρέσει σημαντικό μέρος αυτών των κερδών. Για το λόγο αυτό προτρέπουν την ελληνική πλευρά να μην αναστρέψει αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Κατώτατος μισθός
Επίσης, βάσει των όσων αναφέρονται στην έκθεση του ΔΝΤ, η όποια προσαρμογή των κατώτατων μισθών θα πρέπει να είναι συνετή και σύμφωνη με την πορεία της παραγωγικότητας, με στόχο τη διατήρηση της ορμής της ανάκαμψης της απασχόλησης και την αποφυγή κάθε διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας. Οπως εξάλλου υποστηρίζεται, η βελτίωση των συνθηκών και η καλύτερη στόχευση ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας θα βοηθούσαν στην επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας.
Το Ταμείο εκφράζει αμφιβολίες για τη δέσμευση των Ευρωπαίων για «επιπλέον ελάφρυνση εάν χρειαστεί»
Καμπανάκι για τη βιωσιμότητα του χρέους μετά το 2032
Έως το 2032 ή, στην καλύτερη περίπτωση, μέχρι το 2038 είναι βιώσιμο το ελληνικό χρέος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο του ΔΝΤ, όπως αναλύεται στην έκθεση βιωσιμότητας. Επαναλαμβάνοντας τη γνωστή θέση του, ότι οι παραδοχές που έγιναν από την πλευρά των Ευρωπαίων σε ό,τι αφορά πρωτογενή πλεονάσματα και ανάπτυξη είναι πολύ αισιόδοξες, το Ταμείο ζητά η όποια νέα κίνηση για την ελάφρυνση του χρέους να είναι συμβατή με ρεαλιστικότερες εκτιμήσεις.
Το Ταμείο χαιρετίζει την απόφαση του Eurogroup να παρέμβει ξανά το 2032, αν αυτό απαιτηθεί, αλλά παράλληλα εκπέμπει σήμα κινδύνου, εκτιμώντας ότι υπό προϋποθέσεις αυτή η δέσμευση για παρέμβαση «μπορεί να μην είναι αρκετή».
Με το πακέτο ελάφρυνσης που συμφωνήθηκε, σημειώνει η έκθεση, οι μεσοπρόθεσμες ανάγκες αναχρηματοδότησης και οι τάσεις σε ό,τι αφορά την πορεία του χρέους εμφανίζονται στο βασικό σενάριο διαχειρίσιμες, αν και σε ορίζοντα δεκαετίας υπάρχουν σημαντικά ρίσκα, που σχετίζονται με την πιθανότητα μικρότερης ανάπτυξης και χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων. Το χρέος ως προς το ΑΕΠ μειώνεται, ενώ οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν κάτω από το όριο του 15% του ΑΕΠ κάθε χρόνο εκτός του 2018 (σ.σ.: λόγω της δόσης που θα χορηγηθεί για το μαξιλάρι).
Ενστάσεις
Μακροπρόθεσμα, πάντως, υπάρχουν αμφιβολίες για το εάν αρκεί το πακέτο ελάφρυνσης χρέους. Βασική ανησυχία είναι ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έγινε με ένα πακέτο μέτρων που πλήττει την ανάπτυξη και γι’ αυτό απαιτείται να αλλάξει το μίγμα, προκειμένου να υπάρξει καλύτερη πορεία της οικονομίας μακροπρόθεσμα, κάτι που είναι δύσκολο να γίνει δεδομένων των στόχων που έχουν τεθεί.
Στο σημείο αυτό επικαλείται την ανάγκη να προχωρήσουν οι περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο, ενώ παραδέχεται ότι η χώρα απέδειξε τα τελευταία χρόνια ότι μπορεί να πιάσει φιλόδοξους στόχους.
Στην ανάλυση του ΔΝΤ, η πρόβλεψη είναι ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 1,5% και η μέση πραγματική αύξηση του ΑΕΠ θα είναι γύρω στο 1% (ονομαστική 2,8%).
Στις παραδοχές του το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα έσοδα ιδιωτικοποιήσεων θα είναι 5,7 δισ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές, στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ οι εκτιμήσεις ξεκινούν από 4,5% και φτάνουν ως το 6% το 2060.
Με βάση τις παραδοχές του ΔΝΤ στο βασικό σενάριο, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υποχωρεί αρχικά αλλά θα αρχίσει να αυξάνει αδιάκοπα μετά το 2038. Την ίδια χρονιά, οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το όριο του 20% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ εκφράζει αμφιβολίες σε ό,τι αφορά τη δέσμευση των Ευρωπαίων για «επιπλέον ελάφρυνση εάν χρειαστεί», υποστηρίζοντας ότι η δέσμευση αυτή «μπορεί να μην είναι αρκετή για να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα».
Οπως εξηγεί, στο παρελθόν υπήρξαν προβλήματα εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων από τις ελληνικές κυβερνήσεις, ενώ πιθανές πολιτικές αλλαγές σε κράτη-μέλη μπορούν να περιορίσουν αυτή τη δέσμευση. Αυτό μπορεί να συμβεί σε μια στιγμή (2032) που οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα πλησιάζουν το όριο του 20%, κάτι που θα θέτει σε κίνδυνο την πρόσβαση της χώρας στις αγορές.
Οι κίνδυνοι για το χρέος
Αναλύοντας τους κινδύνους που μπορεί να δημιουργήσουν αρνητική δυναμική στο χρέος, το ΔΝΤ καταγράφει:
* Μια αύξηση των επιτοκίων δανεισμού κατά 90 μονάδες βάσης υψηλότερα της πρόβλεψης που θα οδηγήσει σε αύξηση του δείκτη χρέους κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τη βασική πρόβλεψη ως το 2023.
* Μείωση της μέσης ανάπτυξης κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες θα διατηρήσει πτωτική την τροχιά του χρέους, αλλά αυτό θα είναι 17% υψηλότερο το 2023 απ’ ό,τι προβλέπει το βασικό σενάριο.
*Απόκλιση από τους στόχους πλεονασμάτων κατά το ήμισυ θα αυξήσει το χρέος κατά 16%.
* Η δυναμική χρέους θα χειροτερέψει μέσα από ένα συνδυασμό των παραπάνω σοκ και θα το οδηγήσει στο 198% του ΑΕΠ το 2023, είκοσι μονάδες πάνω απ’ όσο προβλέπει το βασικό σενάριο.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]