Ο μέσος όρος των αποδοχών που λαμβάνουν οι επικεφαλής των εταιριών στο βρετανικό δείκτη FTSE 100 αυξήθηκε περισσότερο από 10% το 2015 στα 5,5% εκατ. λίρες, σύμφωνα με έρευνα που αναμένεται να ενισχύσει την προσπάθεια της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι να περιορίσει τους υπερβολικούς μισθούς.
Η νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας έχει αποκηρύξει ως παράλογο και μη υγιές το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των ποσών που λαμβάνουν οι επικεφαλής των επιχειρήσεων και των αποδοχών για τον μέσο εργαζόμενο, δεσμευόμενη να ευθυγραμμίσει καλύτερα τα κίνητρα με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των εταιριών.
Έρευνα του High Pay Centre ανέφερε ότι το μέσο πακέτο αποδοχών των διευθύνοντων συμβούλων σε εταιρίες του FTSE 100 ανήλθε στα 5,48 εκατ. λίρες το 2015, συγκριτικά με 4,96 εκατ. λίρες το 2014, το οποίο σημαίνει ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι κερδίζουν τώρα 140 φορές περισσότερα απ’ ό,τι οι εργαζόμενοι τους κατά μέσο όρο.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι αποδοχές των διευθύνοντων συμβούλων στο δείκτη FTSE 100 έχει αυξηθεί κατά 33% από το 2010.
«Προφανώς δεν διαβλέπεται ακόμα το τέλος στη συνεχή αύξηση των πακέτων αποδοχών για τους διευθύνοντες συμβούλους», ανέφερε ο διευθυντής του High Pay Centre Στέφαν Στερν. «Το High Pay Centre χάρηκε με την παρέμβαση της Τερέζα Μέι για το θέμα αυτό. Φαίνεται να υπάρχει τώρα πολιτική βούληση και δυναμική στις προσπάθειες για μεταρρύθμιση των αποδοχών των υψηλόβαθμων στελεχών».
Σύμφωνα με την έρευνα, οι τρεις πιο καλοπληρωμένοι επικεφαλής εταιριών στο δείκτη των blue-chips είναι ο Μάρτιν Σόρελ της WPP, ο Τόνι Πίτζλεϊ στην κατασκευαστική Berkeley και ο Ρακές Καπούρ στην Reckitt Benckiser.
Το πακέτο αποδοχών ύψους 70 εκατ. λίρες που δόθηκε στον Σόρελ ήταν ένα από τα υψηλότερα στη βρετανική ιστορία.
Το High Pay Centre είναι ένα ανεξάρτητο ινστιτούτο που παρακολουθεί τις αποδοχές των υψηλόβαθμων στελεχών και τις προσπάθειες να μειωθούν οι μισθολογικές διαφορές.