Διπλωματικές πηγές θύμιζαν ότι το Ταμείο επιμένει στις απαισιόδοξες προβλέψεις του για την Ελλάδα θεωρώντας ότι η οικονομία δεν μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα το 2019.
Με αυτό το δεδομένο το ΔΝΤ αλλά και οι Ευρωπαίοι δανειστές θα περιμένουν κατ’ αρχάς το επίσημο κλείσιμο του 2017 που θα ανακοινώσει η Eurostat τον Απρίλιο πριν αρχίσουν τον μεταξύ τους διάλογο για την Ελλάδα, παρότι Ευρωπαίοι δανειστές και Ταμείο ξεκινούν από δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις.
Συνεπώς η ετήσια σύνοδος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας από τις 20 έως τις 22 Απριλίου αλλά και το άτυπο Eurogroup στις 27 του επόμενου μήνα στη Βουλγαρία αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς μπορεί μεν να μη ληφθούν αποφάσεις αλλά θα είναι μια πρώτη ευκαιρία όλοι οι πρωταγωνιστές του ελληνικού προγράμματος να ανοίξουν τα χαρτιά τους για την Ελλάδα. Σε πρώτη φάση η συζήτηση θα αφορά την ελάφρυνση του χρέους.
Η ευρωπαϊκή πρόταση είναι στα μεσοπρόθεσμα μέτρα να υπάρξουν δύο τροποποιήσεις σε σχέση με το κείμενο που εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2017. Η πρώτη είναι μέρος από το αναμενόμενο υπόλοιπο των 86 δισ. από το δάνειο του ESM, που υπολογίζεται ότι θα φτάνει τα 27 δισ., να δοθεί για να αποπληρώσει το υπόλοιπο του δανείου ύψους περίπου 9 δισ. της Ελλάδας στο ΔΝΤ.
Τα κέρδη από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες (περίπου 7,5 δισ.) να εκταμιεύονται σταδιακά προς την Ελλάδα ως σταδιακή εκπλήρωση δημοσιονομικών και μεταρρυθμιστικών στόχων που θα ισχύουν μετά το Μνημόνιο.
Μεταρρυθμίσεις
Σε ό,τι αφορά τη μεταμνημονιακή εποπτεία, κοινοτικές πηγές παραδέχονταν ότι μαζί με την ελάφρυνση του χρέους η Ελλάδα θα πρέπει να αναμένει και μια αυξημένη εποπτεία, η οποία όμως θα έχει ως γνώμονα τη μη αναστροφή των μεταρρυθμίσεων.
Είναι κάτι που έχει τεθεί ως βασικό προαπαιτούμενο από τον νέο Γερμανό υπουργό Οικονομικών κ. Ολαφ Στολτς στην πρώτη επίσημη δήλωση σχετικά με τη στάση της Γερμανίας απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα.
Μάλιστα οι Βρυξέλλες δείχνουν τόσο σίγουρες ότι η Ελλάδα δεν θα παρεκκλίνει του στόχου που θεωρούν ότι και το νέο «ολιστικό» σχέδιο ανάπτυξης που έχει προαναγγείλει η ελληνική πλευρά θα είναι στην ουσία η συνέχεια και η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη ψηφιστεί και εφαρμοστεί ως τώρα.
Για προληπτική πιστωτική γραμμή
Την ίδια ώρα, αντίθετες ακόμη και από την κυβέρνηση εμφανίζονται οι Βρυξέλλες στο ενδεχόμενο υιοθέτησης μια προληπτικής πιστωτικής γραμμής από την Αθήνα μετά το τέλος του προγράμματος. Αρμόδια στελέχη θύμιζαν το αυτονόητο, ότι για να υπάρξει προληπτική πιστωτική γραμμή θα πρέπει να το ζητήσει το κράτος-μέλος, κάτι που για την Ελλάδα δεν έγινε.
Επιπλέον περνούσαν και το κλίμα ότι η πλειοψηφία των κρατών της ευρωζώνης θέλει να τελειώσει με τα ελληνικά προγράμματα. Τόνιζαν επίσης ακόμη ότι με την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου δεν υπάρχει ουσιαστικό όφελος.
Στο επιχείρημα της ΤτΕ ότι με την παράταση του προγράμματος μέσω προληπτικής πιστωτικής γραμμής οι τράπεζες θα εξασφάλιζαν την παράταση και του Waiver για τα ελληνικά ομόλογα η απάντηση είναι ότι το επιπλέον κόστος είναι πολύ μικρό.
Τούτο με δεδομένο ότι τα ενέχυρα που μπορούν να βάλουν οι τράπεζες με ομόλογα του Δημοσίου δεν ξεπερνούν τα 4-5 δισ. και άρα η μη χρήση τους θα οδηγούσε σε δανεισμό από τον ELA για ένα ίδιο ποσό. Η διαφορά όμως από τον επιπλέον τόκο για ένα χρόνο δεν ξεπερνά τα 30 -50 εκατ. ευρώ, ποσό μηδαμινό σε σχέση με το συνολικό χρέος της χώρας.
Κύκλοι της κυβέρνησης περνούσαν χθες στην αντεπίθεση για το θέμα. «Η σημερινή διάψευση από αξιωματούχους της Κομισιόν στα σενάρια περί προληπτικής γραμμής στήριξης επιβεβαιώνει ξεκάθαρα ότι η συγκεκριμένη συζήτηση δεν αφορά τίποτα περισσότερο από πολιτικές σκοπιμότητες στο εσωτερικό, που ουδεμία σχέση έχουν με τις ανάγκες και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ελπίζουμε ότι τουλάχιστον από δω και στο εξής όσοι μέχρι σήμερα επέμεναν στην αναπαραγωγή αυτών των σεναρίων θα σταματήσουν να εκτίθενται».
10 «σκόπελοι» για την δ’ αξιολόγηση
Οι επαφές με τις Βρυξέλλες δεν είναι εντελώς ανέφελες. Υπάρχουν ακόμη περίπου 10 από τα 88 προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης τα οποία γεννούν προβληματισμό.
Το πιο σοβαρό ανάμεσά τους είναι η τελική κρίση για την εφαρμογή των μέτρων της διετίας 2019-2020 όπου τον πρώτο λόγο θα έχει το ΔΝΤ. Ενα δεύτερο θα είναι οι νέες αντικειμενικές αξίες που είναι δύσκολο τεχνικό θέμα και οι αποκρατικοποιήσεις, όπου οι Βρυξέλλες πιστεύουν ότι υπάρχουν ακόμη πολλές λάθος ιδεοληψίες παρά την πρόοδο τον τελευταίο καιρό.
Στο θέμα των πλειστηριασμών που καθυστερεί ακόμη την καταβολή της δόσης των 5,7 δισ. κοινοτικοί αξιωματούχοι παραδέχονταν ότι ήταν πολύ «σκληροί» και απαιτητικοί με την Ελλάδα. Τούτο διότι παρότι η απαιτούμενη νομοθεσία είχε υιοθετηθεί από την κυβέρνηση οι θεσμοί συνέχιζαν να πιέζουν για την εφαρμογή του θεσμού των πλειστηριασμών που είναι θέμα κυρίως των τραπεζών.
Στο ενδεχόμενο να δημιουργήσει η Ελλάδα μια τράπεζα κόκκινων δανείων (bad bank), κοινοτικοί αξιωματούχοι δήλωναν επίσης αντίθετοι καθώς μια τέτοια τράπεζα χρειάζεται κεφάλαια και χρόνο που δεν υπάρχουν για την Ελλάδα.
Τάσος Δασόπουλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]