Με τον κίνδυνο της φτώχειας να απειλεί το 18,2% του πληθυσμού, τα στριμωγμένα από τις φορο-επιδρομές της κυβέρνησης και τις μειώσεις στα εισοδήματά τους νοικοκυριά δίνουν έμφαση -θέλοντας και μη- στην κάλυψη βασικών αναγκών π.χ. διατροφής, στέγασης κ.λπ.
Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (σε δείγμα 6.073 νοικοκυριών) για το 2016, η δαπάνη για αναψυχή και πολιτισµό καταγράφει μείωση κατά 6,4%, ενώ για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό κατά 5,4% -συγκριτικά µε το 2015. Η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών (μείωση 7,5%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά. ∆έκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών κινούνται πτωτικά (µε τη μικρότερη της τάξεως του 0,4% στις επικοινωνίες).
Πού ξοδεύουμε
Τόσο το 2015 όσο και το 2016, το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,7%). Ακολουθούν η στέγαση (13,8%) και οι μεταφορές (12,9%). Οι δε υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχούν στο μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,2%).
Κόψαμε και από βασικά είδη διατροφής και έχουμε «κατατάξει» την εκπαίδευση στον… πάτο των αναγκών μας
Σημειώνεται πως η συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για το 2016 διαμορφώθηκε στα 5,7 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση κατά 2,5% σε σύγκριση µε το 2015.
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιµάται στο 32,6% των δαπανών των µη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 32,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα µη φτωχά το 19,8%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κ.λπ.), η δαπάνη τους για την υγεία ανέρχεται στο 9,3% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη των µη φτωχών ανέρχεται στο 7,8%.
Διατροφή και καύσιμα
Ειδικότερα για τα είδη διατροφής, παρατηρείται μείωση της μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιµές), για μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυµούς φρούτων και λαχανικών (7,1%), φρούτα (5,2%), ψάρια (4%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αβγά (3,9%), λαχανικά (2,6%), κρέας (1,2%), ζάχαρη, μαρµελάδες, μέλι κ.λπ. (0,4%) και αλεύρι, ψωµί και δημητριακά (0,3%). Την ίδια ώρα καταγράφεται αύξηση στη μηνιαία δαπάνη για καφέ, τσάι και κακάο (7,4%), έλαια και λίπη (0,2%).
Πρόσθετα, σε σύγκριση με το 2015, η μέση μηνιαία κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και υγρών καυσίµων στην κύρια κατοικία αυξήθηκε κατά 19,4%, 2,9% και 0,2% αντίστοιχα, ενώ η μέση μηνιαία ποσότητα στερεών καυσίµων (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κλπ.) και υγραερίου μειώθηκε κατά 6,7 % και 5,9%, αντίστοιχα.
Στο μεταξύ, όπως προκύπτει από την ίδια έρευνα, τα νοικοκυριά διαθέτουν έγχρωμη τηλεόραση σε ποσοστό 99,5%, κινητό τηλέφωνο (90,9%), σταθερό τηλέφωνο (85,5%), τουλάχιστον ένα επιβατηγό αυτοκίνητο Ι.Χ. (65,6%), ηλεκτρονικό υπολογιστή (66,1%), δεύτερη κατοικία (16%), κλειστό χώρο στάθμευσης (13%), ενώ το 41,5% χρησιμοποιεί την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης.
Στο 9,3% η μέση δαπάνη για τη… δωρεάν υγεία. Αυξήσαμε τα έξοδα για πιστωτικές κάρτες και αµοιβές λογιστών
Υπηρεσίες
Μεγαλύτερη μείωση στη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών καταγράφεται στις διάφορες υπηρεσίες (αµοιβές δικηγόρων, συμβολαιογράφων, πρόστιµα, δικαστικά έξοδα, άδειες κυνηγίου, οπλοφορίας κ.λπ., έξοδα θρησκευτικών ιεροτελεστιών, συνδρομές σε σωματεία κ.λπ.) κατά 32,6% και στα έπιπλα, καλύµµατα δαπέδου, φωτιστικά (-27,2%), ενώ μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στις οικονομικές υπηρεσίες (συνδρομές σε πιστωτικές κάρτες, αµοιβές λογιστών κ.λπ.) κατά 38% και στην κοινωνική προστασία (24,5%).
Οι γείτονες
Αναφορικά με τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη, σε Ελλάδα και Βουλγαρία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για τη Ιταλία, Ιρλανδία και Ισπανία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για το Ηνωμένο Βασίλειο οι δαπάνες στις μεταφορές και στη στέγαση.
Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυµαίνονται από 0,6% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Ιταλία έως 3,2% στην Ελλάδα. Παράλληλα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία (7,4% και 6,7% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα).
Ιωάννα Φεντούρη
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου