Οι Ελληνες πολίτες θα πληρώσουν ένα «λογαριασμό» της τάξης των 3,6 δισ. ευρώ μέσω της περικοπής των συντάξεων το 2019 και της μείωσης του αφορολογήτου το 2020, για να πάρει η Ελλάδα μοναδικό «αντάλλαγμα» την εκταμίευση της δόσης του δανείου.
Το σχέδιο της συμφωνίας που ετοιμάζει ο πρόεδρος του Εurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την πρόταση που παρουσίασε ο ίδιος στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, στο προηγούμενο Εurogroup (22 Μαΐου) με κάποιο «περιτύλιγμα». Και το πελώριο ερώτημα είναι: Γιατί τώρα η κυβέρνηση ετοιμάζεται να την αποδεχθεί; Και εν πάση περιπτώσει γιατί η κυβέρνηση δεν το δέχθηκε από τον προηγούμενο μήνα να μας απαλλάξει από την αγωνία και την ταλαιπωρία;
Είναι προφανές ότι πάμε για μια καθολική επικράτηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος δίνει το αυτονόητο, δηλαδή τη δόση και τίποτα περισσότερο. Αυτοί, όμως, που είναι απαράδεκτοι και υποκριτές είναι οι ιθύνοντες του ΔΝΤ, οι οποίοι δήθεν θα έδιναν μάχη για την ελάφρυνση του χρέους. Η Κριστίν Λαγκάρντ έλεγε, μάλιστα, ότι ο διεθνής οργανισμός δεν θα μείνει ούτε μία ώρα στο πρόγραμμα χωρίς διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Και αφού έβαλαν την κυβέρνηση να πάρει τα προαναφερόμενα μέτρα, στο χρέος έκαναν την «κωλοτούμπα» και δέχθηκαν να γίνει η συζήτηση το καλοκαίρι του 2018 και… βλέπουμε.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το σχέδιο συμφωνίας που θα συζητηθεί την προσεχή Πέμπτη στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης θα προβλέπει την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Το κλείσιμο της αξιολόγησης δρομολογεί την αποδέσμευση της δόσης, την απόφαση θα τη λάβει το Δ.Σ. του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) ύστερα από εισήγηση του επικεφαλής του, Κλάους Ρέγκλινγκ. Πρόκειται για μια τυπική διαδικασία από τη στιγμή που θα συμφωνηθεί από τους υπουργούς ότι η δεύτερη αξιολόγηση ολοκληρώθηκε. Το ποσό της δόσης μπορεί να κυμανθεί από 7,5 μέχρι 10 δισ. ευρώ, θα περιλαμβάνει και ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, οι οποίες θα δοθούν τμηματικά.
Η μεγάλη διακύμανση της εκτίμησης για το ύψος της δόσης οφείλεται στην εκκρεμότητα που υπάρχει σχετικά με το αν θα «ξεπαγώσει» τώρα ή όχι η επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών χωρών της ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα. Το «πάγωμα» αποφασίστηκε όταν η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. εγκατάλειψε το δεύτερο Μνημόνιο.
Λογικά η κυβέρνηση ανέμενε εκτός από τη δόση και την ελάφρυνση του χρέους με την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων, που είχαν συμφωνηθεί τον Μάιο του 2016. Ανέμενε επίσης την ένταξη της χώρας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Ο κ. Σόιμπλε είπε στις 22 Μαΐου «nein » για το χρέος, προφανώς γιατί έχει εκλογές σε τρεις μήνες και δεν θέλει το ζήτημα αυτό να γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τους ακραίους στο εσωτερικό της Γερμανίας. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι αυτοί που λένε ότι υπήρχε και ένας δεύτερος λόγος, το γεγονός ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση Τσίπρα και ήθελε να την κρατήσει υπό πίεση μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Και αυτό το επιχείρημα φαίνεται ότι έχει βάση.
Δεν θα έχουμε, λοιπόν, εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων, αλλά μια επανάληψη της συμφωνίας της 25ης Μαΐου 2016, ελαφρώς εμπλουτισμένη με κάποιες λέξεις, χωρίς να αλλάζει τίποτα επί της ουσίας. Πρακτικά, δεν θα έχουμε τη δέσμευση για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά μια υπόσχεση ότι, εάν χρειαστεί, θα το κάνουν το 2018 και κάποια άλλα άνευ ουσίας μέτρα.
Χωρίς την εξειδίκευση των μέτρων το ΔΝΤ θα παραμείνει στο πρόγραμμα αλλά δεν βάζει χρήματα όσο δεν υπάρχει εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Στον αέρα η ένταξή μας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους, προκύπτει σοβαρό ζήτημα με την Ποσοτική Χαλάρωση. Κι αυτό γιατί ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, έχει πει ότι για να βάλει την Ελλάδα στο πρόγραμμα θέλει προηγουμένως το χρέος να καταστεί βιώσιμο. Ωστόσο, η ΕΚΤ είναι απόλυτη κυρίαρχη, εάν θέλει μπορεί να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα, γιατί η ίδια θα αναλύσει τη βιωσιμότητα του χρέους, δεν χρειάζεται την έκθεση του ΔΝΤ.
Η Κομισιόν ασκεί πιέσεις σε όλες τις κατευθύνσεις να μην κλείσει η πόρτα της Ποσοτικής Χαλάρωσης στην Ελλάδα, αλλά να γίνει με τέτοιο τρόπο η διατύπωση της απόφασης που θα αφήνει παράθυρο ανοιχτό για τους επόμενους μήνες. Μία από τις προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι προβλέπει τη μελλοντική σύνδεση της αποπληρωμής του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης, κάτι που θα μπορούσε να διευκολύνει τον κ. Ντράγκι.
Η ένταξη στην Ποσοτική Χαλάρωση θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να αγοράσει ελληνικά κρατικά και εταιρικά ομόλογα. Δεν πρόκειται για μεγάλα ποσά, εκτιμώνται γύρω στα 3,5 δισ. ευρώ, ωστόσο δεν είναι αυτό το ζητούμενο αλλά η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της ελληνικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, η ένταξη στο πρόγραμμα στέλνει θετικό μήνυμα στις αγορές ομολόγων, ενώ παρασύρει προς τα κάτω το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα και τις επιχειρήσεις.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής