Η εξέλιξη της συζήτησης για το ελληνικό ζήτημα στην τελευταία συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, στις 22 Μαΐου, ήταν πολύ ανησυχητική για τη χώρα, δεδομένου ότι οι διαφωνίες μεταξύ του ΔΝΤ και του Βερολίνου δεν επέτρεψαν την επίτευξη συμφωνίας για το χρέος.
Για την κυβέρνηση δεν πρέπει να ήταν έκπληξη η κατάληξη της συζήτησης, γιατί προφανώς το ήξερε, απλώς όλο αυτό τον καιρό δεν το «δούλεψε» όπως θα έπρεπε ή επαναπαύθηκε στην «καλή διάθεση» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος όμως, δεν φημίζεται για τη γενναιοδωρία του.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών χρησιμοποιώντας ένα αστείο επιχείρημα «φρέναρε» τη διευκρίνιση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους. Το επιχείρημα ήταν ότι αν το έκανε, θα παραβίαζε την εντολή που είχε από το γερμανικό Κοινοβούλιο να κινηθεί στη βάση των υπαρχουσών αποφάσεων.
Και όμως, η ισχύουσα απόφαση του Εurogroup της 25ης Μαΐου 2016, που αφορά στα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, αναφέρει μεταξύ άλλων και την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων του ΕΤΧΣ (δεύτερη διάσωση 2013) ύψος 131,9 δισ. ευρώ. Καθορίζοντας το χρόνο της επιμήκυνσης που ζητούσε το ΔΝΤ και αποδεχόμενος την πρόταση που βρισκόταν στο τραπέζι για 15 χρόνια, ο κ. Σόιμπλε δεν θα παραβίαζε τίποτα γιατί η απόφαση του 2016 δεν προσδιόριζε ούτε έθετε κάποιο χρονικό όριο στην επιμήκυνση.
Συνεπώς, η δικαιολογία του Γερμανού υπουργού δεν έχει βάση, προφανώς αρνήθηκε για εσωτερικούς λόγους που αφορούν στη χώρα του (εκλογές τον Σεπτέμβριο, κόντρα με τους συνεταίρους στην κυβέρνηση Σοσιαλδημοκράτες του SPD για το ελληνικό χρέος).
Από την άλλη και το ΔΝΤ κράτησε μια προβληματική στάση. Στην αρχή ξεκίνησε ζητώντας ακραία πράγματα από τους Ευρωπαίους επιμένοντας στην πρόβλεψη ότι η μέση αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα 40 χρόνια στην Ελλάδα θα είναι 1%. Από τη στιγμή που κορυφαίοι οργανισμοί δεν μπορούν να κάνουν σωστή οικονομική πρόβλεψη σε βάθος διετίας, είναι αδύνατο να επιμένεις σε προβλέψεις 40 ετών και για χώρες όπως η Ελλάδα… Το ΔΝΤ ζητούσε επίσης να προσδιοριστούν ποσοτικά οι παρεμβάσεις υπέρ του χρέους και να καθοριστούν τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 μέχρι το 2060 στο 1,5% του ΑΕΠ.
Λίγο πριν τελειώσει η συνεδρίαση και προφανώς μετά από γερμανικές πιέσεις ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν έκανε κωλοτούμπα, συμφωνώντας με τους Γερμανούς να δώσει τη συγκατάθεσή του για τα μέτρα που αποφασίστηκαν στο πλαίσιο της αξιολόγησης, ώστε να εκταμιευθεί η δόση, χωρίς να «σφραγίσει» τη βιωσιμότητα του χρέους και να παραπεμφθεί η συζήτηση για το θέμα αυτό το καλοκαίρι του 2018.
Οταν το πρότειναν στον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο ως συμβιβασμό, προφανώς μετά από συνεννόηση με τον πρωθυπουργό, δεν το δέχθηκε, αν και οι πληροφορίες λένε ότι αμφιταλαντεύτηκε και ζήτησε χρόνο. Ισως αντιλήφθηκαν ότι μια τέτοια συμφωνία δεν θα μπορούσαν να την «πουλήσουν» ούτε στους βουλευτές τους, πόσω μάλλον στους πολίτες.
Σε αυτό το αδιέξοδο βρισκόμαστε σήμερα, με την κυβέρνηση να είναι ανεπανόρθωτα εκτεθειμένη τόσο στους βουλευτές της, που ψήφισαν τα μέτρα, όσο και στους πολίτες. Και καλά, οι πρώτοι θα τα ψήφιζαν ούτως ή άλλως τα μέτρα για την… καρέκλα, οι πολίτες όμως θα βρεθούν με ένα λογαριασμό 3,6 δισ. ευρώ προς πληρωμή το 2019 και το 2020, για τον οποίο η χώρα δεν παίρνει κανένα αντάλλαγμα για το χρέος. Συνεπώς, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έλεγαν ψέματα όταν εξέφραζαν βεβαιότητα για συνολική συμφωνία στο Εurogroup της περασμένης Δευτέρας.
Το επόμενο καθοριστικό ραντεβού είναι στις 15 Ιουνίου. Εκεί πρέπει να ληφθεί απόφαση σε κάθε περίπτωση γιατί η χώρα μας έχει ανάγκη τη δόση για να αποπληρώσει χρέος μέσα στο πρώτο 10ήμερο του Ιουλίου. Το ζητούμενο, όμως, είναι τι είδους απόφαση θα υπάρξει.
Εάν αποφασιστεί η εκταμίευση και πάει το χρέος για συζήτηση το καλοκαίρι του 2018, η κυβέρνηση χάνει το αφήγημα της εξόδου στις αγορές, οι οποίες γνωρίζουν πολύ καλά ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Και όσο δεν είναι βιώσιμο κανένας σοβαρός επενδυτής δεν αναλαμβάνει ρίσκο στην ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η αβεβαιότητα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Χωρίς βιώσιμο χρέος γίνεται αμφίβολη και η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Θεωρητικά η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει την ένταξη χωρίς «σφραγίδα» βιωσιμότητας του χρέους από το ΔΝΤ, ωστόσο θα είναι δύσκολο για τον Μάριο Ντράγκι να πάρει μια τέτοια απόφαση, εάν δεν έχει τουλάχιστον την πολιτική στήριξη των κρατών-μελών.
Ομως, ακόμη και στη θετική εξέλιξη, δηλαδή να αποφασίσει παρ’ όλα αυτά η ΕΚΤ την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ναι μεν οι ελληνικές τράπεζες θα πάρουν μια ανάσα ρευστότητας, αλλά χωρίς επίλυση του προβλήματος του χρέους οι καταθέσεις δεν επιστρέφουν – ούτε φυσικά οι επενδυτές.
Συνεπώς, η αναζήτηση συμφωνίας μέσα στις επόμενες τρεις βδομάδες είναι επιτακτική και οι εταίροι μας θα πρέπει να ανταποκριθούν θετικά όχι για την κυβέρνηση, αλλά γιατί, αν μη τι άλλο, οι Ελληνες πολίτες έχουν υποστεί τεράστιες θυσίες και αξίζουν μια ρύθμιση του χρέους που θα θέσει τις βάσεις για να σταθεί η χώρα στα πόδια της…
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής