Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα έκλεισε την πρώτη αξιολόγηση στα μέσα του περασμένου Ιουλίου με την καταβολή μιας δόσης ύψους 7,4 δισ. ευρώ. Τα μέτρα για την περικοπή συντάξεων και αφορολογήτου ήρθαν επισήμως από το ΔΝΤ από τον περασμένο Σεπτέμβριο, με την έκθεση του άρθρου IV από την επικεφαλής της ομάδας του ΔΝΤ στην Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου.
Μαζί με τα νέα σκληρά μέτρα, σε γνώση της κυβέρνησης ήταν ότι για να εκταμιευτεί η επόμενη δόση θα πρέπει να έχουμε τουλάχιστον την καταρχήν αποδοχή του ΔΝΤ για ένταξη στο ελληνικό πρόγραμμα για μπορέσουν Γερμανία και Ολλανδία να εκταμιεύσουν νέα δόση προς την Ελλάδα. Το θέμα του χρέους ήταν από την αρχή προγραμματισμένο να συζητηθεί μετά το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης.
Παρ’ όλα αυτά, η επιλογή που έγινε από ελληνικής πλευράς ήταν να καθυστερήσουν οι διαπραγματεύσεις μέχρι και τις αρχές του μήνα, πριν συρθεί να ψηφίσει όλα τα μέτρα, που προσπαθούσε να αποφύγει, με το πολυνομοσχέδιο της προπερασμένης Πέμπτης. Ως παράπλευρη απώλεια το γεγονός αυτό είχε το θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους να μπει επίσημα στο τραπέζι περίπου 4 μήνες πριν από τις γερμανικές εκλογές.
Ολα αυτά οδήγησαν στην έκβαση του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, όπου ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε άνοιξε τα χαρτιά του λέγοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να απευθυνθεί στο Κοινοβούλιό του για να πάρει νέα εξουσιοδότηση που θα αφορά μια απόφαση που θα διευκρινίζει και θα ποσοτικοποιεί μέτρα που θα ελαφρύνουν το ελληνικό χρέος.
Από την άλλη, ο σκληρός του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν -στενός συνομιλητής του Σόιμπλε-, μακριά από το κλίμα σύγκλισης που είχε καλλιεργήσει μέχρι και πρόσφατα η προϊσταμένη του Κριστίν Λαγκάρντ, επέμενε στις ακραίες θέσεις του Ταμείου. Χρησιμοποιώντας ξανά τις εξαιρετικά απαισιόδοξες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία, προδιαγράφοντας στην ουσία μια λύση για το ελληνικό χρέος που θα προϋπέθετε μια απώλεια περίπου 120 δισ. ευρώ, κυρίως για τη Γερμανία αλλά και τις υπόλοιπες χώρες τις ευρωζώνης… Η λύση αυτή ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη και οδήγησε στη διαφωνία όλων.
Ως από μηχανής θεός, ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ έριξε στο τραπέζι τη λύση που εξυπηρετεί το ΔΝΤ και τη Γερμανία και παράλληλα δίνει τη διέξοδο να δοθεί η δόση και στην Ελλάδα. Να συμμετέχει μεν το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα αλλά να μην εκταμιεύσει δόση προς τη χώρα μας πριν υπάρξουν σαφή στοιχεία για τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους – ίσως μετά τις γερμανικές εκλογές και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης που θα μπορεί να διαπραγματευτεί το θέμα στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο.
Ο διαλλακτικός κύριος Τόμσεν
Στο σημείο αυτό, ο κ. Τόμσεν εμφανίστηκε ξαφνικά διαλλακτικός, σπεύδοντας να πει ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Τούτο τη στιγμή που έχουν δεχθεί όλοι (και η Ελλάδα) ότι τα όποια μέτρα συμφωνηθούν θα εφαρμοστούν από το 2018 και μετά.
«Η χειρότερη δυνατή λύση στον κόσμο», όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, είναι η Ελλάδα να μείνει μόνο με τα μέτρα που υποχρεώθηκε να ψηφίσει από τώρα μέχρι και το 2020, περιμένοντας και πάλι τη λύση για το χρέος, στην καλύτερη περίπτωση κάποια στιγμή προς το τέλος του χρόνου.
Αυτό από μόνο του θα έδινε τη χαριστική βολή στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας για το 2017, αφού η πραγματική οικονομία θα είχε να περιμένει μόνο από την καλή πορεία του τουρισμού το τρίτο τρίμηνο του χρόνου. Τούτο μετά τα δύο πρώτα τρίμηνα του χρόνου, κατά τα οποία εκτυλίσσονταν οι ατέλειωτες διαπραγματεύσεις και για τα οποία προδιαγράφεται αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης.
Καταστροφική θα είναι μια τέτοια απόφαση και στην προσπάθεια για δανεισμό από τις αγορές. Ακόμη και αν η ΕΚΤ αποδεχθεί τις υποσχέσεις του Eurogroup για ελάφρυνση του χρέους προσεχώς και εντάξει την Ελλάδα στην ποσοτική χαλάρωση, το αποτέλεσμα θα είναι μικρό. Χωρίς την πιστοποίηση της βιωσιμότητας του χρέους και την πιστοληπτική αναβάθμιση από τους τρεις μεγάλους οίκους (Fitch, S&P, Moody’s), οι αποδόσεις των ομολόγων θα μείνουν ψηλά και οι αξίες χαμηλά αποτρέποντας την πραγματική έξοδο στις αγορές.
Ο υπερεπόπτης
Αν μάλιστα η λύση για το χρέος καθυστερήσει κι άλλο και οι πόρτες των αγορών μείνουν κλειστές μέχρι και τις αρχές του 2018, ανάλογα με την πορεία της οικονομίας το 2017 η Ελλάδα θα πρέπει να αναμένει, στην καλύτερη περίπτωση, μια προληπτική πιστωτική γραμμή για 2-3 χρόνια, με το ΔΝΤ παρόν και «υπερεπόπτη» και για τα μέτρα των ετών 2019-2020, και στη χειρότερη περίπτωση ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης.
Η «κακή» λύση θα είναι το Eurogroup της 15ης Ιουνίου να ξεκινήσει από εκεί που τελείωσε αυτό της 22ας Μαΐου και να βρει λύση, κάτι που προς το παρόν δείχνει απίθανο. Αν η βάση είναι το συμβιβαστικό σενάριο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) που θέλει για την Ελλάδα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 ως το 2022, όπως έχει ήδη συμφωνηθεί, και στη συνέχεια 2,6% του ΑΕΠ ως το 2030 και μεσοσταθμικά 2,2% του ΑΕΠ ως το 2060, με παράλληλη επιμήκυνση της αποπληρωμής των δανείων με μέσο ρυθμό κατά 15% το χρόνο και πρόβλεψη για μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,25%, είναι σαφές ότι η λιτότητα παρατείνεται για 12 χρόνια, από το 2018 μέχρι και το 2030, με αυστηρή εποπτεία και προοπτική, λίγο πριν από τον επόμενο αιώνα και αν όλα πάνε καλά, μέχρι τότε να έχουμε χρέος λίγο κάτω από το 100% του ΑΕΠ.
Τάσος Δασόπουλος
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής